Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2007

RETIRO. Στις 6.30 τα ξημερώματα βρέθηκε στο πάρκο του Retiro το πτώμα μίας γυναίκας που δολοφονήθηκε με άγριο τρόπο κατά πάσα πιθανότητα κατά τη διάρκεια της νύχτας της Παρασκευής . Το θύμα ονομάζονταν ‘ Maria Saleh ‘ , ήταν 29 χρονών από τον Λίβανο και εργαζόταν, σύμφωνα με την αναφορά της αστυνομίας , ως πόρνη. Το πτώμα βρέθηκε από έναν κηπουρό του πάρκου και έφερε δύο μαχαιριές στην κοιλιακή χώρα . Η αστυνομία αναφέρει πως το έγκλημα πραγματοποιήθηκε , σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις , με κίνητρο επαγγελματικές διαφορές .
Εφημερίδα, Metro Madrid, 20/11/2002






Σάββατο
1.30 τη νύχτα


"Próxima estación...Mar de Cristal"
Η Γραμμή 8 του Μετρό της Μαδρίτης είναι η γραμμή με τους λιγότερους σταθμούς. Κάθε σταθμός έχει μεγάλη απόσταση από τον άλλο και το τρένο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πιάνει ταχύτητες που φτάνουν και τα 120 χμ./ώρα .
Σύμφωνα με μία πτυχή της θεωρίας της Σχετικότητας , όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Einstein, ο άνθρωπος όταν ταξιδεύει σε μεγάλες ταχύτητες εξοικονομεί μικρές ποσότητες χρόνου , κάποια κλάσματα δευτερολέπτου , από τη ζωή του . Έτσι αν κάποιος ταξιδέψει από τη Μαδρίτη στο Buenos Aires με αεροπλάνο , σύμφωνα με τη θεωρία, θα είναι λίγο πιο νέος όταν φτάσει στο Buenos Aires από ότι θα ήταν αν δεν είχε πραγματοποιήσει το ταξίδι καθόλου .
Δεν τον ενδιέφερε τόσο το ζήτημα της νεότητας , αλλά η ιδέα ότι η φύση με έναν τρόπο παράξενο ευνοούσε την κίνηση και τη φυγή τον ερέθιζε . Είχε να κοιμηθεί δύο μέρες . Το μυαλό του κουρασμένο από τις σκέψεις , την αϋπνία και τα μαύρα , έπαιρνε εκδίκηση δημιουργώντας κινηματογραφικές εικόνες στο περιβάλλον .
Πλάνο 1 : Η οικογένεια από το Περού , απέναντι , που τον κοιτάζει περίεργα .
Πλάνο 2 : Δύο τύποι από την Κούβα , αριστερά , μιλάνε δυνατά , χωρίς να χρησιμοποιούν σύμφωνα.
Πλάνο 3 : Ένας ‘boludo’ από την Αργεντινή με μαλλιά ψιλομακριά , που φοράει την εμφάνιση της εθνικής και κοιτάζει το άπειρο .
Ήχος : "Próxima estación ... Colombia" ... " Atención " ... " Estación en curva" ... "Al salir tengan cuidado para no introducir el pie entre coche y andén".
Κοιτάζει το παράθυρο και βλέπει το είδωλό του . Τα μάτια του είναι κόκκινα , είναι αξύριστος και έχει χωρίστρα που του καλύπτει το δεξί μάτι .
Η φιγούρα στο παράθυρο του φαίνεται άγνωστη , έχει μία έκφραση ουδέτερη σαν αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα . Τρεις λέξεις είναι κολλημένες στο κεφάλι του σαν ιδρωμένο μπλουζάκι από τη ζέστη το καλοκαίρι . Κοιτάζει το βαγόνι . Έχει ένα πράσινο χρώμα. Όλο το βαγόνι έχει πράσινο χρώμα. Όλα πράσινα .
Το πιο επικίνδυνο άθλημα στη Βραζιλία είναι το surfing πάνω στις οροφές των τρένων . Πολλά παιδιά έχουν σκοτωθεί , προσπαθώντας να ισορροπήσουν πάνω σε τρένα που τρέχουν με 180χμ./ώρα .
Σηκώθηκε και πήρε τη στάση του surfer κοντά στην πόρτα στο πίσω μέρος του βαγονιού . Έμεινε έτσι , με το αριστερό πόδι μπροστά και το άλλο πίσω , ελαφρά σκυμμένος , με τα μάτια μισόκλειστα για να προστατευθεί από τον αέρα που δεν υπήρχε , κοιτώντας τον κόσμο μες ‘το βαγόνι .
Ο κόσμος μάλλον δεν γνώριζε ότι εκείνη τη στιγμή ο surfer είχε πράσινη όραση , αλλά ούτε μπορούσε να ξέρει την αιτία της , ομολογουμένως , τρελής συμπεριφοράς του .
" Próxima estación ... Nuevos Ministerios " ... "Correspondencia con" ... "Línea 10" .





















Σάββατο
3.00 τη νύχτα

Η Gran Vía είναι ίσως η πιο όμορφη οδός της Μαδρίτης. Έχει ένα σχήμα μοναδικό. Εάν τη δεις στον χάρτη ή από ένα ελικόπτερο, είναι σαν τα ανοιχτά πόδια μιας μπαλαρίνας που κάνει ασκήσεις εδάφους. Ξεκινά από το κτήριο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, τελειώνει στην Plaza de España και το «κέντρο του κόσμου» είναι το Callao.
Περπατούσε ανεβαίνοντας την Gran Vía από την οδό Alcalá με την ίδια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό του. Ο αέρας φυσούσε κουνώντας τη μαύρη του καμπαρτίνα. Σκεφτόταν εκείνες τις τρεις λέξεις που βρήκε στην αραβική σελίδα στο internet όταν έψαχνε πληροφορίες για τον «amor udri». Ήταν άραγε εξίσου σημαντικές για όλον τον κόσμο όσο είναι για αυτόν; Εκείνη τη στιγμή περνά από μπροστά του ένας Εβραίος, από εκείνους με τη μακριά γενειάδα, τις μπούκλες και το μαύρο καπέλο. Ο χρόνος επιβραδύνεται. Αργή κίνηση, και ο Εβραίος τον κοιτάζει με το βαθύ του βλέμμα δημιουργώντας του ένα αίσθημα ενοχής και φόβου.
Σκέψη πρώτη: «Η σελίδα στο δίκτυο ήταν μυστική σελίδα μίας παλαιστινιακής τρομοκρατικής οργάνωσης. Οι Εβραίοι με ψάχνουν για να με σκοτώσουν.»
Σκέψη δεύτερη:«Ο φόβος για τους Εβραίους είναι το τραυματικό αντίκτυπο που είχαν στην ψυχολογία μου τα βιβλία του δημοτικού...ή είναι αλήθεια ότι ο εβραϊκός θεός, ο Yahvé, είναι τόσο κακός και εκδικητικός όσο τον αισθάνομαι εγώ;»
Ήχος: Από το μπαρ «El Paso» απέναντι από την οδό Montera ακούγεται «...que significa un año de amor»
Σκέφτηκε Εκείνη και συνέχισε.
Η πλατεία Callao, το «κέντρο του κόσμου» στο σώμα της μπαλαρίνας, έχει ένα σιντριβάνι μικρό και πανέμορφο. Δεν είναι απ’ αυτά τα επιβλητικά σιντριβάνια που συνήθιζαν να κατασκευάζουν οι βασιλιάδες προβάλλοντας τη ματαιοδοξία τους. Είναι ένα σιντριβάνι γλυκό σαν σοκολατάκι με λικέρ που λιώνει υγραίνοντας το στόμα σου. Απέναντι από την πλατεία, στο υπόγειο, ανάμεσα σε έντονες μυρωδιές και κόκκινα χρώματα βρίσκεται το πιο underground club της Μαδρίτης, το «ohm».
Ίσως είναι αυτή η συνένωση του υγρού στοιχείου με την underground αίσθηση που κάνουν το «κέντρο του κόσμου» ένα μοναδικό σύνολο πάνω στο αρμονικό σώμα της μπαλαρίνας.
Κατέβηκε τις σκάλες, οι δονήσεις της μουσικής και η μυρωδιά των ιδρωμένων αδελφών άγγιξαν το κορμί του. Περπάτησε πάνω στην κόκκινη μοκέτα και σταμάτησε στο κέντρο του μαγαζιού. Ήθελε όλα τα ηχεία στραμμένα πάνω του. Στάθηκε ακούγοντας το πρωτόγονο beat δυνατά στα αυτιά του. Τον ηρεμούσε. Γύρω του ιδρωμένα κορμιά να χορεύουν. Τον ηρεμούσε. Είχε διώξει όλες τις άσχημες σκέψεις από το μυαλό του, το μαχαίρι και το πάρκο.
Η Μαδρίτη έχει μερικές από τις πιο απίστευτες «drag queens» του κόσμου. Φορώντας αστραφτερά φορέματα ή έχοντας κουκούλες στο κεφάλι και μαστίγιο στο χέρι είναι σαν να έχουν δραπετεύσει από το πλατό κάποιου αμερικανού σκηνοθέτη τσόντας.
Έτσι έμοιαζε και η «drag queen» που χόρευε δίπλα πάνω στο βάθρο. Μπορούσε να δει μόνο την πλάτη της από πίσω και πρόσεξε τα κοντά και ανακατεμένα της μαλλιά. Το κιμονό που φορούσε, κόκκινο με κίτρινους δράκους που έτρωγαν ο ένας τον άλλον, του έφερε Εκείνη στη μνήμη του.
Ήχος: Το πρωτόγονο beat ανακατεύτηκε με Bowie με έναν ανεξήγητο τρόπο, λες και ο dj του σύμπαντος γελούσε παίζοντας με τα αυτιά του. «...with your kiss my life beginssss»
Την είδε. Φορούσε το κιμονό της ανοιχτό και καθόταν πάνω του. Ήταν σαν την Αφροδίτη που βγαίνει από τη θάλασσα και κουνιέται ελαφρά από τα κύματα. Ένιωσε τη γεύση των υγρών του μουνιού της στο στόμα του.
Δεν είναι αποδεδειγμένο ακόμα, εκτός από κάποιες προσπάθειες που καταβάλλουν φυσικοί επιστήμονες κάνοντας πειράματα σε ερωτευμένα ζευγάρια, ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να επικοινωνήσει πνευματικά με άλλους ανθρώπους από απόσταση.
Εκείνη τη στιγμή, η «drag queen» γύρισε σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις του. Αγνοώντας το δολοφονικό του βλέμμα, έσκυψε πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό του. Τα μάτια της βαμμένα είχαν το ίδιο σχήμα με τα μάτια Εκείνης. Τον κοιτούσε τώρα, ακριβώς όπως Εκείνη, στέλνοντάς του μερικά ηλεκτρικά κύματα ρίγους.
Τον πλησίασε κι άλλο, έβγαλε την κόκκινη γλώσσα της και έγλειψε το δεξί του μάγουλο.
Έφυγε.
«...with your kiss my life beginssss»
























Κυριακή
6.30 τα ξημερώματα


Έρωτας: Κατά πάσα πιθανότητα να είναι μία συνομωσία μεταξύ χημικών και βιολόγων, η θεωρία που ερμηνεύει τον έρωτα ως μία σειρά χημικών ενώσεων ή σαν ορμονικές επιθέσεις στον εγκέφαλο.
Ο ορθολογισμός κρατάει στο χέρι του την επιστήμη και χαστουκίζει το ρομαντισμό.
Κατέβαινε την Gran Vía ενώ ο ουρανός είχε αλλάξει ήδη φορώντας τα βιολετί χρώματά του. Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες της μαύρης του καμπαρτίνας και είχε την ίδια ουδέτερη έκφραση με αυτή που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στην καθημερινότητά τους. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ξεκίνησαν όλα. Πώς ερωτεύτηκε μία πόρνη; Η μυρωδιά ίσως. Του το είχε πει. Δεν μπορούσε να σταματήσει τη δουλειά της. Τώρα ξέρει πως ο πραγματικός λόγος δεν ήταν τα χρήματα. Το να κάνει sex με πολλούς άντρες ήταν η ίδια της η ζωή. Σαν να είχαν εμφυτεύσει ένα chip στο κορμί της, προγραμματισμένο να σταματήσει στο νούμερο 70.484 .
Η Plaza de España, το αριστερό πόδι της μπαλαρίνας, είναι μία πλατεία χωρίς γεύση. Μόνο μερικές πλατείες στην Αθήνα θα μπορούσαν να συναγωνιστούν την ασχήμια της. Δίπλα της βρίσκεται ένα από τα πιο ψηλά κτίρια της Μαδρίτης. Στέκεται εκεί με τον μητροπολιτικό χαρακτήρα του, σημαδεύοντας με τις κεραίες του τα σύννεφα.
Μπήκε. Ο φύλακας που ήταν απασχολημένος τρώγοντας σοκολάτα με churros και βλέποντας τσόντες στην τηλεόραση, δεν τον πρόσεξε.
Μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί με το νούμερο 32.

Τρέλα: Κανείς δεν έχει απαντήσει με βεβαιότητα εάν οι πραγματικοί τρελοί βρίσκονται μέσα στα τρελάδικα ή έξω από αυτά. Τρέλα θεωρείται η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας και τον τρόπο σκέψης του μέσου όρου ή τελικά βρίσκεται μέσα σε όλους μας και απλά χρειάζονται κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες για να βγει προς τα έξω ;
Κοίταζε το είδωλο του παραμορφωμένο στην ασημένια πόρτα του ασανσέρ. Η εικόνα του χωρίστηκε στα δύο και το ένα κομμάτι προσπαθούσε να σκοτώσει το άλλο με ένα μαχαίρι. Αίματα πετάχτηκαν παντού. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά εκείνοι συνέχιζαν να σκοτώνονται μες στο κεφάλι του. Η πόρτα άνοιξε αυτόματα, και βγήκε στην ταράτσα παρέα με τον ουρανό.
Ήχος: Ο ήχος από τον αέρα που φυσά και ο Bowie που ξαναχτυπούσε
"...Ground control to Major Tom..."

Θάνατος: Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο κεφάλι ύστερα από τον αποκεφαλισμό στην γκιλοτίνα μπορεί να δει το υπόλοιπο σώμα, νεκρό, για τουλάχιστον 15 δευτερόλεπτα.
Μεσαιωνικές καταγραφές μας πληροφορούν ότι οι άντρες τη στιγμή που πέθαιναν στη γκιλοτίνα ή στην κρεμάλα, άφηναν μικρές ποσότητες σπερματικού υγρού. Αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη απόδειξη για την παράξενη, σχεδόν μυστηριακή σχέση που έχει ο αντρικός οργασμός με το θάνατο. Κάτι που αρκετοί άντρες το αισθάνονται καθημερινά.
Κάποιοι που ήταν πιστοί και αφιερωμένοι στην γκιλοτίνα, στο παρελθόν, είχαν συνδέσει τα σπερματικά υγρά των νεκρών με την αθανασία. Γι' αυτό, τα συνέλεγαν και τα έπιναν.

Ανέβηκε στο πεζούλι και κοίταξε την πόλη από ψηλά. Ο ουρανός φορούσε ακόμα τα βιολετί του. Ένιωσε τον αέρα στα χείλη του και είδε για άλλη μία φορά την εικόνα Εκείνης μπροστά του.
Σκέφτηκε εκείνες τις τρεις λέξεις. Γι’ αυτόν τώρα, δεν ήταν τρεις. Ήταν μία λέξη, ένα ενιαίο νόημα, μία ενότητα που στη σκέψη της του δημιουργούσε ένα συναίσθημα αυτόματο και βαθύ.
"A small step for a man... a giant step for mankind "
Κατά τη διάρκεια της πτώσης δεν ακούς τίποτα. Η απόλυτη ησυχία. Ο άχρονος χρόνος. Για να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις δει τη ζωή σου σαν ταινία να περνά από μπροστά σου, πρέπει πρώτα να σωθείς. Δεν μπορείς να σκεφτείς ούτε τρεις λέξεις. Στην πραγματικότητα αυτό που νιώθεις είναι μία πίεση στο στήθος και η καρδιά σου αντλεί το αίμα γρήγορα.
Τίποτα άλλο.

"jus qu’ici tus vas bien"..."jus qu’ici tus vas bien"

"...Major Tom to Ground Control..." Ο Major Tom ήτανε junkie.

Έρωτας, Τρέλα, Θάνατος ... Amor, Locura, Muerte.-

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Άλλυδις

Με λένε Ηλία Χατζηγεωργάκη! Να θυμάστε, Ηλία Χατζηγεωργάκη!

Η νύχτα ξεψύχησε με θόρυβο. Βοήθησε λίγο και η χειροβομβίδα που έσκασε στα μούτρα μας. Δεν προλάβαμε να σκεφτούμε τίποτα. Eγώ τουλάχιστον! Οι οθόνες δεν πρόβαλαν το έργο “Η Ζωή Μου σε ένα Δευτερόλεπτο”. Η μόνη φράση που πρόλαβα να σχηματοποιήσω, όχι όμως και να αρθρώσω ήταν: είμαι νεκρός.
Έπειτα ξύπνησα. Όχι. Αφυπνίστηκα. Αναστήθηκα. Επανήλθα. Διάβολε, πρέπει να βρω την σωστή λέξη! Άλλυδις! Αυτή ήταν η σωστή λέξη, δεν την ήξερα τότε, την έμαθα αργότερα από τον Πρωταγόρα. Όμως τώρα πρέπει να την αποσαφηνίσω και σε εσάς. Ας πούμε ότι μετέβηκα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Ήμουν στο «εδώ» αν «εκεί» είναι το μέρος που βρισκόμουν πριν ή στο «εκεί» αν ίσχυε το αντίθετο. Για τις ανάγκες της επικοινωνίας ας πούμε ότι βρισκόμουν στο «εδώ» ενώ εσείς βρίσκεστε στο «εκεί». Αλλά πού ήταν το «εδώ»; Πού στην ευχή βρισκόμουν;
Μήπως ήμουν στον παράδεισο ή, ακόμα χειρότερα στην κόλαση; Δεν ήξερα! Ψέματα! Aναγνώριζα ότι βρισκόμουν στη γη, στην πόλη μου, στο σπίτι μου. Αλλά ούτε η γυναίκα, ούτε τα παιδιά μου ήταν «εδώ».
Οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν με τους δρόμους της πόλης που έζησα αλλά οι άνθρωποι, οι σκιές και οι λάμψεις, η συνεχής ροή φωτός, η σιωπή και οι κουβέντες, οι ετερόκλητες συντροφιές παράξενων ανθρώπων δεν ομοίαζαν σε τίποτα από όσα είχα δει μέχρι τότε! Και οι άνθρωποι εξαφανίζονταν! Μα την Παναγία, σας λέω! Μία που υπήρχαν μία που χάνονταν. Άλλοτε επανέρχονταν, άλλοτε όχι. Οι ίδιοι δεν θυμούνταν γιατί ή πώς εξαφανίστηκαν. Δεν θυμούνταν πού πήγαν! Αναρωτιόμουν μήπως συνέβαινε και σε εμένα. Ήταν πολύ περίεργο!
Όχι, δεν ήμουν στον παράδεισο, δεν φανταζόμουν ότι ο Θεός θα επεδείκνυε τόσο μεγάλη στέρηση φαντασίας, αλλά δεν ήμουν και στην κόλαση και αυτό μπορώ να σας το βεβαιώσω.
Ίσως αναρωτιέστε γιατί εξέφρασα την βεβαιότητα ότι δεν βρισκόμουν στην κόλαση. Η απάντηση είναι απλή. «Εδώ» δεν ήταν η κόλαση γιατί σε έναν από τους περιπάτους μου συνάντησα τον Χριστό! Φυσικά αναφέρομαι στον γιο του μαραγκού, τον Ιησού, τον θεάνθρωπο. Ξέρω ίσως φαίνεται ότι γράφω υπερβολές αλλά δεν πρόκειται για φανφαρονισμούς, συνάντησα όντως έναν τύπο που έμοιαζε με τον Ιησού όπως τον φανταζόμουν, μίλαγε σαν τον Ιησού και μου συστήθηκε ως Ιησούς. Εγώ βέβαια τον ρώτησα: «Όλα τα κακά νικά και όλα τα κακά σκορπά;», αυτός δεν εκνευρίστηκε, με κοίταξε μισοέκπληκτος, μισογελαστός και είπε «Ναι, κατά μία εκδοχή, Ναι»!
Αυτό πρέπει να το πω: είναι παράξενος ο Ιησούς! Αναβοσβήνει σαν φάρος και η εικόνα του δεν είναι ποτέ σταθερή! Άλλοτε η μύτη του είναι γαμψή, άλλοτε ίσια, άλλοτε τα μαλλιά του ξανθά, άλλοτε καστανά. Τη μία φαίνεται λιπόσαρκός την άλλη κανονικός!
Πάντως μπορώ να σας επιβεβαιώσω ότι αυτός ο άντρας ήταν πράγματι ο Ναζωραίος. Το επικύρωσαν όσοι ρώτησα, μεταξύ αυτών ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος που μοιράζονταν το τραπέζι του! Μου είπαν ακόμα ότι «εδώ» ζούσαν και άλλοι θεοί και άλλοι προφήτες όπως ο Μωάμεθ, ο Σολωμόντας, ο Ζωροάστρης, ο Δίας και όλοι οι θεοί του ελληνικού πανθέου μολονότι εγώ προσωπικά και μέχρι τότε δεν είχα συναντήσει κανέναν από δαύτους.
Έμαθα επίσης ότι η συνεχής ροή φωτός, οι σκιές και οι λάμψεις που με παραξένεψαν αρχικά δεν είναι παρά οι δικές σας δραστηριότητες, η ατελεύτητη κίνησή σας. Επίσης γνωρίζω ότι δεν είμαι στα αλήθεια νεκρός. Γιατί τι άραγε σημαίνει θάνατος αν όχι την απώλεια της υλικής υπόστασης;
Έχω υλική υπόσταση! Τρώω, πίσω, αφοδεύω, αισθάνομαι, κάνω σεξ... Ψέματα δεν έχω κάνει σεξ ακόμα αλλά φαντάζομαι ότι και οι άνθρωποι «εδώ» το εξασκούν.

Δεν γνωρίζα τον πληθυσμό του «εδώ» ούτε αν υπήρχαν αστικές και αγροτικές περιοχές όπως στο «εκεί», αν ο πληθυσμός μας ήταν διασκορπισμένος σε πόλεις και εξοχές όπως συμβαίνει στο «εκεί» ή αν υπήρχε μία και μοναδική πόλη, αυτή που ζούσα, η Αθήνα.
Τούτο έμελλε να το μάθω γιατί δεν πέρασαν παρά λίγες ώρες και βρήκα τον εαυτό μου να περιδιαβαίνει τα Φιλιατρά, την Καλαμάτα και άλλες πόλεις και εξοχές που θυμόμουν από την ζωή μου στο «εκεί». Μια άλλη φορά ένιωσα πολύ παράξενα, σαν να βρίσκομαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Ίσως ονειρευόμουν Θαρρώ ότι τα όνειρα «εδώ» κρατούν λιγότερο αλλά είναι πολύ πιο έντονα από ότι «εκεί»!
Ίσως τώρα αναρωτιέστε πώς πρόλαβα σε λίγες ώρες να κάνω τα ταξίδια που μόλις ανάφερα. «Εδώ» κινούμαστε με μικρότερες ταχύτητες. Μάλλον... ας το θέσω αλλιώς. Εμείς κινούμαστε με κανονικές ταχύτητες ενώ εσείς βιάζετε τον χρόνο-κόσμο σας. Ζείτε ανάμεσα μας αλλά η ταχύτητα ανέλιξης του κόσμου σας απέχει πόρρω από τη δική μας.

Δεν είχα αντιληφθεί τη χρονική υστέρηση του «εδώ» από το «εκεί» μέχρι που με επισκέφτηκε ο Γιώργος, ο πρωτότοκός μου. Όταν τον πρωτοείδα να έρχεται προς το μέρος μου, είχαν δεν είχαν περάσει μερικές ώρες από τη στιγμή που ξεψυχούσα από τα θραύσματα της χειροβομβίδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα απαίσιο όνειρο και ότι όπου και να ‘ταν θα ξυπνούσα και δε θα θυμόμουν τίποτα. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Ήμουν οριστικά νεκρός… (όχι όχι νεκρός άλλυδις), και ο Γιώργος με ακολούθησε στον τάφο. Πώς ήταν δυνατόν, ήταν μόλις δεκαπέντε ετών παιδί, από τι πέθανε, πώς;
Με πλησίασε, με αγκάλιασε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. «Πατέρα! Είσαι... είσαι όπως ακριβώς σε θυμόμουν! Δεν πίστευα ποτέ ότι θα σε ξανάβλεπα» είπε.
«Κι εσύ!» είπα και με κοίταξε έκπληκτος. Δεν του έδωσα χρόνο. «Τι συνέβη;» ρώτησα
Δεν απάντησε. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε.
«Εδώ παιδί μου είναι το «εδώ»!» είπα.
«Δεν ακούγεσαι λογικός, μπαμπά».
«Πάμε έναν περίπατο και θα σου εξηγήσω» πρότεινα.
Άρχισα να σταχυολογώ όσα ήξερα για το «εδώ» και παρότι δεν ήταν και πολλά ήταν υπερβολικά πολλά για να τα αφομοιώσει κανείς με το που βιώνει τη μετάβαση.

Περάσαμε από το γνωστό στέκι του Ιησού κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Ήταν όπως πάντα εκεί, τα έπινε με τον Πιλάτο, τον Ιούδα και εκείνο το κυκλοθυμικό κορίτσι, τη Μαγδαληνή. Τους χαιρετίσαμε. Αυτή τη φορά δεν άντεξα και τους ρώτησα.
«Συμπαθάτε με, μα δε θα 'πρεπε να ήσασταν εχθροί εσείς, πώς είναι δυνατόν να κάθεστε και να συντρώγετε σα να μη συνέβη τίποτα;»
Παρότι η ερώτησή μου ενείχε μομφή, οι τρεις συνδαιτυμόνες με κοίταξαν με ειλικρινά φιλική διάθεση. Τον λόγο πήρε ο Πόντιος Πιλάτος που ήταν και μεγαλύτερος από τους τρεις.
«Άκουσε να σου πω παλικάρι μου, μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»
«Ναι, άλλωστε», είπε συμβιβαστικά ο Ιησούς, «η ιστορία όπως έχει καταγραφεί, δεν είναι και πολύ ακριβής... δηλαδή», έριξε μια ματιά στον Ιούδα, «δεν είναι καθόλου ακριβής!»
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, κοπιάστε» προσπάθησε να αποφύγει τον σκόπελο η Μαρία δείχνοντας δύο άδειες καρέκλες.
«Λυπάμαι, ξεναγώ τον...»
«Τον πατέρα σου;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Ιησούς.
«Τον μπαμπά μου!» απόρησα δυνατά και κοίταξα τον δεκαπεντάχρονο γιο μου που ήταν ένας γέρος εβδομήντα πέντε ετών!
Ο Γιώργος είχε πεθάνει από καρκίνο, εξήντα χρόνια μετά το δικό μου θάνατο. Οι λιγοστές ώρες που είχαν περάσει «εδώ» αντιστοιχούσαν σε εξήντα χρόνια «εκεί». Είχε παιδιά και εγγόνια. Μου φαινόταν απίστευτο. Παρόλο που δεν ήμουν θρήσκος, παρόλο που ήξερα ότι ο Χριστός και οι υπόλοιποι σαλτιμπάγκοι των μονοθεϊστικών ή ετέρων θρησκειών με συντρόφευαν στο «εδώ», σταυροκοπήθηκα! Αυτό προκάλεσε μειδιάματα στους παρισταμένους με εξαίρεση τον Ιούδα που δεν αρκέστηκε να χαμογελάσει. Είχε ξεραθεί στα γέλια ο άτιμος.
Απευθύνθηκα στον γέρο που ήταν γιος μου. Ψιθύρισα: «Και η Μαρία έφτασε να θάψει και το παιδί της!» έψεξα την γυναίκα μου και μητέρα του.
«Τι είπες πατέρα;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Τίποτα. Τίποτα!» μάσησα τα λόγια μου.

Αφήσαμε τους ψευδοπροφήτες στο τραπεζάκι του οινοπωλείου να μεστώσουν τα ποτήρια με μπρούσκο κρασί και στρίψαμε στην Αιόλου.
Προχωρούσαμε αμίλητοι. Με απασχολούσε πολύ εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος. «Μπορεί εκείνοι να μας σκέφτονται με έναν τρόπο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε αυτό που σκέφτονται εκείνοι. Είμαστε αυτό που αποφασίζουμε ότι θέλουμε να είμαστε. Είμαστε αυτόβουλοι!»
Το ένιωθα με όλο μου το είναι. Δεν ήμουν μήτε πατέρας, μήτε σύζυγος πια. Δεν είχα συγγενείς και φίλους, είχα μόνο προσδοκίες για το μέλλον, είχα ολάκερη ζωή μπροστά μου να τη ζήσω όπως αποφάσιζα. Ήμουν λεύτερος. Τούτη εδώ δεν ήταν βαρετή επανάληψη της ζωής τού «εκεί» μα μια νέα αρχή. Και θα ζούσα για πάντα. Τούτα σκεφτόμουνα με μεγάλη χαρά. Θα ζούσα για πάντα κατά πως ήθελα. Δεν θα επαναλάμβανα τα λάθη του παρελθόντος.

Εξηγούσα στον Γιώργο ότι αυτά τα χρώματα και οι γραμμές που αλλοίωναν τη φυσική εικόνα του δρόμου οφείλονταν στους άλλους, τους ζωντανούς που κινούνταν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες από ό,τι εμείς, ίσως βέβαια και να κινούνταν σε άλλη διάσταση γιατί λογικά αν κινούνταν αυτοί και εμείς μαζί με αυτούς δεν θα έπρεπε κάποιες στιγμές να συγκρουόμαστε;
Πιθανολογούσα ότι στο σπίτι μου ζούσαν περισσότερες από δύο γενιές αποθαμένων και τουλάχιστον τρεις γενιές ζωντανών. Τον πατέρα και την μητέρα μου τους είχα δει φευγαλέα μερικές φορές αλλά εξαφανίζονταν ευθύς αμέσως. «Ηλία!» προλάβαιναν να φωνάξουν αλλά τι να τους κάνω; Γιατί όμως οι άνθρωποι εξαφανίζονταν και πού πήγαιναν;
Τη στιγμή που έκανα τον συγκεκριμένο συλλογισμό ο Γιώργος εξαφανίστηκε. Καλύτερα, σκεφτόταν ένα μέρος του μυαλού μου. Ένιωθα πολύ άβολα να συνοδεύω αυτό το πρεσβύτερο παιδί μου. Όχι ότι δεν αγαπούσα τον Γιώργο, απλά δεν τον έβλεπα σαν παιδί μου. «Εδώ» οι συγγενικές σχέσεις δεν είχαν μεγάλη σημασία.
Φαντάσματα! Αυτό είναι! Πρέπει να εξαφανίζονται από το «εδώ» και να εμφανίζονται στο «εκεί» σαν φαντάσματα. Γιατί όμως και πότε; Γιατί εγώ δεν είχα γίνει ακόμη φάντασμα. Ή μήπως ήμασταν φαντάσματα στο «εδώ» και όσοι εξαφανίζονταν υλοποιούνταν αλλού!

Βυθισμένος σε τέτοιες σκέψεις έφτασα στον εθνικό κήπο και κάθισα σε ένα παγκάκι να φουμάρω ένα από τα τσιγάρα μου. Τα παιδιά κυνηγιόνταν και φωνασκούσαν, σα μικροί καλικάτζαροι, στριφογύριζαν το παγκάκι και δεν με άφηναν να ησυχάσω λεπτό. Σκέφτηκα να τους κάνω παρατήρηση αλλά φευ, ήμασταν όλοι νεκροί. Και εγώ και τα μπασμένα. Όχι, όχι νεκροί. Άλλυδις. Αλήθεια, πόσο τυχερά ήταν τα παιδάκια που υπέστησαν την μετάβαση τόσο νωρίς και θα ζούσαν όλη τη ζωή τους στο «εδώ»! Ίσως τελικά βρισκόμουν στον παράδεισο, όχι στον παράδεισο του χριστιανισμού αλλά στη χώρα των μακάρων.
Ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι με κοτσιδάκια και φακίδες στρίγγλισε. Ένα από τα παιδάκια αίφνης είχε εξαφανιστεί. Τα δύο μελαχρινά αγοράκια πισωπάτησαν τρομαγμένα και άρχισαν να απομακρύνονται τρέχοντας.
Ο γέροντας από το απέναντι παγκάκι σηκώθηκε και με πλησίασε.
«Ηλία!» είπε
Τον κοίταξα παραξενεμένος, δεν θυμόμουν να τον ήξερα από πουθενά αλλά το πρόσωπό του αναμόχλευε λησμονημένες μνήμες.
«Είναι απίστευτο!» είπε. «Είσαι καιρό εδώ;»
«Όχι πολύ γέροντα» είπα σεβόμενος τα χρόνια του. Άλλωστε ο χρόνος «εκεί» ήταν πολύ σχετική έννοια.
«Δε με θυμάσαι ρε Λουλάκι;»
Ξεσκόνισα λίγο το μυαλό μου. Αυτό το «Λουλάκι» μωρέ; Ναι, έτσι με αποκαλούσαν οι συστρατιώτες μου γιατί λέγανε πως είχα μανία με την καθαριότητα. «Ρε συ, Γιάνγκο!» είπα ασυναίσθητα.
Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε ατενίσαμε ο ένας την κατάντια του αλλουνού, δηλαδή εγώ ατένισα την κατάντια του Γιάνγκου γιατί προσωπικά ένιωθα μια χαρά. Ή έτσι νόμιζα μέχρι που μου είπε ότι με είχε κάνει σκατά εκείνη η χειροβομβίδα. «Ναι βέβαια με είχε κάνει σκατά αλλά τώρα είμαι εντάξει» είπα. Αλλά ο Γιάνγκος επέμενε, με είχε δει εκείνος πετσοκομμένο από τα θραύσματα και έτσι ήμουν ακόμα, είπε.
Και γιατί δεν το βλέπω εγώ ρε Γιάνγκο, γιατί δεν το είδε κανείς «εδώ»;, αναρωτήθηκα. «Δηλαδή είμαι όπως ήμουν στο χαράκωμα;» ρώτησα
«Ναι, σου λέω!»
«Περίεργο! Πολύ περίεργο! Πολλά ανεξήγητα συμβαίνουν «εδώ»!», μονολόγησα.
«Τι είναι «εδώ»;» αναρωτήθηκε.

Είχα ήδη αφηγηθεί την ίδια ιστορία τουλάχιστον τρεις φορές μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Καταντούσε βαρετό. Ο Γιάνγκος, σα να διαισθάνθηκε την κόπωσή μου, πήρε τον ομάτιον του και έφυγε χωρίς περιττές χαιρετούρες. Σαν απόμεινα μονάχος άρχισα να συλλογιέμαι: ένα και ένα κάνουν δυο.
Το «εδώ» ταυτοποιούνταν χωρικά με το «εκεί» μα όχι χρονικά. Το «εδώ» κινούταν με απειροστή χρονική υστέρηση. Μέσα σε ελάχιστες ώρες οι άνθρωποι «εκεί» γερνούσαν και πέθαιναν. Όμως οι κάτοικοι του «εδώ» ήταν τρόπο τίνοι μεταβλητοί! Καθένας τούς έβλεπε κατά πως νόμισε. Όταν πρωτόδα τον Γιωργάκη μού φαινόταν όπως τον θυμόμουνα, δεκαπέντε χρονών παλικαράκι. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν γέροντας, πολύ μεγαλύτερος από εμένα! Εγώ πάλι ήμουν αρτιμελής για όλους, εκτός από τον Γιάνγκο, τον συστρατιώτη, τον μοναδικό άνθρωπο που με είχε δει σε θανάσιμη κατάσταση. Αλλά γιατί εγώ δεν είδα τον Γιάγκο όπως τον θυμόμουν και είδα πρώτα τον γέροντα και έπειτα εκλάμψεις του παλαίου Γιάνγκου;
Αν οι άνθρωποι ήταν μεταβλητοί για τους υπόλοιπους ανθρώπους ποια ήταν η πραγματική εικόνα τους; Πώς ήμουν τελικά, όπως με θυμόταν ο Γιάνγκος ο μοναδικός επιζών της περιπόλου ή όπως με έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι; Πολλές απορίες και ελάχιστες απαντήσεις, ίσως έπρεπε να ρωτήσω κάποιον;

Αφού πείστηκα ότι δεν μπορούσα να βρω απαντήσεις άρχισα να ψαχουλεύω τις επίλοιπες ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, τη δεύτερη παραδοξότητα του «εδώ», τις εξαφανίσεις. Είχαν άραγε σχέση οι εξαφανίσεις με το φαινόμενο της μεταβλητότητας; Δύσκολα. Τουλάχιστον όπως το έβλεπα εκείνη τη στιγμή. Είχα ήδη συσχετίσει τις εξαφανίσεις με τα φαντάσματα του «εκεί». Γιατί όμως, στα καλά του καθουμένου, εξαφανίζονταν οι άνθρωποι και γινόντουσαν φαντάσματα, ήταν με τη δική τους θέληση ή κάποιος τους καλούσε; Και αν κάποιος τους καλούσε, ποιος ήταν αυτός και για ποιο λόγο;
Φυσικά είχα ήδη σκεφτεί την πιθανότητα να πέθαιναν οι αποθαμένοι αλλά πώς γινόταν να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο όταν ζούσαν άτομα όπως ο Ιησούς, ο Ιούδας και ο Πόντιος Πιλάτος. Αυτοί έπρεπε να βρίσκονταν «εδώ» γύρω στα χίλια εννιακόσια χρόνια του «εκεί», ίσως και παραπάνω! Για να μη μιλήσω για τους αρχαίους θεούς που θα πρέπει να ήτανε πολλών χιλιετηρίδων, τουλάχιστο δέκα αιώνες παλαιότεροι του Ιησού. Συνεπώς ήταν αδύνατον να εξαφανίζονταν οι άνθρωποι από το «εδώ» επειδή έληξε ο χρόνος παραμονής τους ή επειδή τους συνέβη κάποιο ατύχημα.
Είχα παρακολουθήσει εξαφανίσεις. Συνεβαίναναν στα καλά του καθουμένου και μάλιστα υπήρξα αυτόπτης μάρτυς περιπτώσεων που ο εξαφανισθής αρχικά αναβόσβηνε σαν κάτι φώτα σε μια ταινία του βωβού κινηματόγραφου που είχα δει με τη γυναίκα μου στο Παλλάς πριν τον πόλεμο. Καημένη Μαρία, σκέφτηκα ασυναίσθητα, ελπίζω να μη θάψεις και τα εγγόνια σου!
Εγκατέλειψα περίλυπος το παγκάκι και κατηφόρισα την Ερμού ποδαράτη. Είχα άφθονο χρόνο να ξοδέψω και σκόπευα να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου που βρίσκεται μεταξύ Θησείου και Πετραλώνων κοντά στη γέφυρα του ηλεκτρικού.



Τελικά η Μαρία δεν τα κατάφερε να τους θάψει όλους. Με περίμενε στο σπίτι, αποπροσανατολισμένη, συμπαγής σαν πέτρα, σταφιδιασμένη, σα ξεραμένο σύκο! Με κοίταξε σα να έβλεπε διαόλι. Μπορεί και να ‘μουν. Ανέκτησα τον έλεγχο της κατάστασης και κατάφερα να δω την Μαρία όπως ήτανε κάποτε, όπως την είχα αφήσει τριάντα χρονών κοπελούδα και τα κατάφερα. Έλπιζα η ψευδαίσθηση, αν επρόκειτο για ψευδαίσθηση και όχι για διαμόρφωση των άλλων κατά τη βούληση του καθενός, να διαρκέσει, την έσφιξα στη αγκαλιά μου, ένιωσα τα στητά βυζιά της στα στήθη μου και, μισή αμαρτία δική μου, μισή δική σας, μου σηκώθηκε! Σκέφτηκα το λοιπόν, κάτσε πρώτα να κάνουμε τη δουλειά μας και μετά της εξηγώ τι είναι το «εδώ! Έτσι κι έγινε.

Φυσικά μόλις ολοκληρώσαμε την πράξη που δεν ήταν, μα την Παναγία, διόλου σύντομη και ουδόλως δυσάρεστη επιχείρησα να αποσαφηνίσω για πολλοστή φορά τα καθέκαστα αλλά δεν πρόλαβα γιατί...
…δεν θυμάμαι γιατί δεν πρόλαβα... Άξαφνα όλα χάθηκαν και δεν θυμάμαι που ήμουν και μετά που ξαναθυμόμουν ξανακοίταγα τη Μαρία που με θωρρούσε σκιαγμένη. «Εξαφανίστηκες. Στα καλά του καθουμένου καλέ μου!» είπε.
'Άλλο πάλι και τούτο! Τελικά εξαφανιζόμουν και εγώ, που να πάρει και να σηκώσει. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό παρότι δεν πίστευα ότι οι αποθαμένοι ξαναπεθαίνουν. Τι να υπήρχε μετά; Το επέκεινα;
Αν είχα γίνει φάντασμα και τρόμαζα τους ζωντανούς δεν το θυμόμουν καθόλου! Έπειτα ένιωσα τη Μαρία που με χάδευε και μου ξαναήρθαν ορέξεις και η Μαρία δεν έλεγε ποτέ όχι, από τότε που ήμασταν ακόμα ζωντανοί, σε ένα καλό γαμήσι! Πόσοι πέθαναν μέχρι να αποκάμουμε αυτά που κάμαμε ούτε ήθελα να ξέρω…

Την άφησα να αναπαυτεί στο κρεβάτι και πήρα και πάλι τους δρόμους. Τα βήματα μου με οδήγησαν στο γιουσουρούμ και από εκεί κίνησα προς Θησείο να πιω ένα καφεδάκι γλυκύ βραστό όπως μου άρεσε από παλαιόθεν.
Όπως όμως βάδισα σκυφτός και σκεφτικός παρατήρησα ότι η αρχαία αγορά ήταν κάπως διαφορετική από ό,τι τη θυμόμουν. Πολλοί άνθρωποι ήσαν συνωστισμένοι. Κάποιοι ρητόρευαν σα να ήταν τα αρχαία χρόνια που μας δίδασκαν στο εξατάξιο ότι ο Σωκράτης και ο μαθητής του ο Πλάτωνας ρητόρευαν και οι Αθηναίοι συναθροισμένοι στην αγορά τους άκουγαν. Αυτοί και πολλοί άλλοι σοφοί. Μα, δεν αποκλείεται να ζουν και τούτοι «εδώ»!, σκέφτηκα. Ανενδοίαστα, κίνησα προς την αγορά να παρακολουθήσω τους αρχαίους φιλοσόφους.

Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί ντυμένοι με χλαμύδες και σανδάλια αλλά και με φουστανέλες και κοστούμια, ακόμα και στρατιώτες, σαν και του λόγου μου, άκουγαν τους ρήτορες. Στάθηκα στη γαλαρία και άκουσα ένα δυο από δαύτους αλλά -μα το Χριστό!-, (εν τη ρύμη του λόγου δηλαδή), δεν κατάλαβα ούτε τι λέγανε ούτε γιατί οι ακροατές άλλοτε άκουγαν έκθαμβοι, άλλοτε γιούχαραν, άλλοτε ποδοκροτούσαν και άλλοτε φωνασκούσαν καλύπτοντας τους ρήτορες.
Ρώτησα έναν γέροντα με ψαρά μαλλιά και αφύσικα πλατύ μέτωπο που παρακολουθούσε σιωπηλός τις λογομαχίες. «Για πες μου γέροντα, τι λένε τούτοι δω οι ρήτορες και για τι πράγμα μιλούνε ρώτησα;»
Ο ψαρομάλλης γέρος με κοίταξε με συμπάθεια. Έστρεψε το ροζιασμένο χέρι του προς τον έναν από τους ομιλητές.
«Αυτός», είπε, «είναι ο Σωκράτης και διδάσκει ότι υπάρχει αντικειμενικός κόσμος, υπάρχει ορθότητα, υπάρχει σωστό και λάθος».
Τον θυμόμουν τον Σωκράτη από το σχολείο! Αυτός που είχε πιει το κώνειο για να μην προδώσει τις ιδέες του. «Και ο άλλος;» ρώτησα.
«Αυτό το ξόανο είναι ο Πρωταγόρας, είναι αναρχικός, δεν πιστεύει σε τίποτα ιερό και όσιο, είναι Θερσίτης, κνώδαλον, βλαμμένος και διαόλι. Τζιζ, κακό! Κατάλαβες;»
«Πώς, κατάλαβα! Ήταν να μη καταλάβω γέροντα. Αλλά για πες μου εσύ που ξέρεις τόσα και μπορεί και να ξέρεις άλλα τόσα! Τι είμαστε τάχα όλοι εμείς «εδώ»; Είμαστε έτσι όπως νομίζουμε πως είμαστε για είμαστε όπως νομίζουνε κάποιοι άλλοι πως είμαστε; Είμαστε όντως μεταβλητοί για οι άλλοι δεν βλέπουνε δίχως γυαλιά και πρέπει να τρέξουν στο ΙΚΑ να τους γράψει μια συνταγή ο οφθαλμίατρος;»
«Να μια καλή ερώτηση!» είπε ο γέρο Πλάτωνας. «Εδώ», είμαστε εμείς, αποστασιοποιημένοι ακόμα και από τις δικές μας απόψεις για εμάς, είμαστε καθαρά εμείς χωρίς σε αυτό να υπεισέρχεται η υποκειμενικότητά μας. Έτσι…», γκάζωσε ο γέροντας, «είμαστε αυτό που είμαστε, είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και είμαστε αυτό που πιστεύουν οι άλλοι ότι είμαστε! Όλα αυτά μαζί, το σημαίνον, το σημαινόμενο και το σύμβολο μαζί, Ορφικοί και Ελευσίνιοι!»
«Δηλαδή γέροντα είμαστε όλες οι διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας; Ακόμα και η δική μας εκδοχή δεν είναι παρά μία ακόμα εκδοχή, δεν είμαστε αυτό που νιώθουμε ότι είμαστε;»
«Μολονότι κωθώνι της μετανεωτερικότητας, αντελήφθης άριστα τον συλλογισμό! Εύγε!» είπε ο Πλάτωνας και έστρεψε αλλού την προσοχή του.
«Δάσκαλε!» φώναξα αλλά ο όχλος με έσπρωξε μακριά του.
Δεν ήθελα να συμφυρθώ με άσχετους και παρατρεχάμενους έτσι εντόπισα τον Σωκράτη περικυκλωμένο από θαυμαστές της παλαιάς και της νεότερης εποχής. Αν είχε κατατροπώσει τον Πρωταγόρα δεν το γνώριζα γιατί δεν παρακολούθησα τη συζήτηση, όχι πως αν τη παρακολουθούσα θα καταλάβαινα. Μετά βίας έβγαζα από τα συφραζόμενα τα νοήματα όσων ήθελε να μου πει ο Πλάτωνας. Στάθηκε αδύνατον να πλησιάσω τον Σωκράτη. Με απώθησαν βίαια και δέχτηκα και μία ξεγυρισμένη σφαλιάρα από κάποιον. Απογοητευμένος σκέφτηκα να συνεχίσω το περίπατο μου όταν εντόπισα τον Πρωταγόρα που είχε λουφάξει πίσω από έναν κύωνα ο οποίος, όλως παραδόξως, στήριζε ένα αέτωμα!.

Ο Πρωταγόρας ήταν ωραίο παλικάρι και νεαρός, περίπου στη ηλικία μου, η μέρα με τη νύχτα συγκρινόμενος με τον Σωκράτη που ήταν γέρος, εξαιρετικά άσχημος και η μύτη του συγκρινόταν αβασάνιστα με μελιτζάνα: σε μέγεθος και σε χρώμα!
Πλησίασα το παλικάρι που μπορεί να ήταν νεότερος του Πλάτωνα και του Σωκράτη αλλά είχε ζήσει «εδώ» τουλάχιστον διόμισυ χιλιετίες. Αμφέβαλα αν η σωφροσύνη εξαρτιόταν από τα σαράντα ή πενήντα παραπάνω χρόνια που είχε ζήσει στο «εκεί» ο Σωκράτης. Άγγιξα τον ώμο του φιλικά και εκείνος στράφηκε προς το μέρος μου. Περιεργάστηκε τη στολή μου και μετά χωρίς να προλάβω να πω τίποτα είπε: «Για ποιον πολέμησες και γιατί;»
«Πολέμησα για την πατρίδα μου, τη Ελλάδα!» αποκρίθηκα περήφανος.
«Εύγε», είπε ο Πρωταγόρας, που μπορεί να ήταν υποκειμενιστής ήταν και φιλόπατρις, π' ανάθεμα τον! «Θαύμασες τον λόγο μου λοιπόν;»
Πήρα όσο πιο κακομοίρικο ύφος μπορούσα. «Να με συγχωρά η χάρη σου, τώρα δα ήρθα στα μέρη σας αλλά έχω ακούσει ότι βάζεις κάτω και πέντε Σωκράτηδες και είκοσι Πλάτωνες!»
«Έτσι λένε στα μέρη σου σύντροφε;!», έλαμψε το πρόσωπό του, «Και πού βρίσκονται τα μέρη σου;»
«Να... Πετράλωνα, Θησείο, ολίγον από Ταύρο και Καλλιθέα μέγιστε» είπα.
«Μπα; Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη!... Μα, πες μου, θες να σου επαναλάβω τον λόγο μου μιας και τον έχασες;»
«Θα ήμουν ευγνώμων», είπα, «μα τώρα είμαι κάπως βιαστικός γιατί… έχω ξεχάσει ανοικτό τον θερμοσίφωνο και ήθελα κάτι επείγον να σε ρωτήσω…»
«Έχεις μία ερώτηση δυσνόητε φίλε μου! Εμπρός λοιπόν, πες μου, προκάλεσέ με» πρόσταξε.
«Να, παρατήρησα πάνσοφε, ότι εδώ οι άνθρωποι εξαφανίζονται στα καλά καθούμενα, εκεί που είναι εδώ, πουφ, δεν είναι πια! Μπας και ξέρεις γιατί εξαφανίζονται και κατά πού τραβάνε;»
«Αχ, αυτό ήταν! Και εγώ που νόμιζα ότι θα κάνεις καμία σημαντική ερώτηση! Μπας σε καλό σου. Είμαστε «εδώ» αθώε μου άνθρωπε γιατί κάποιος «εκεί» μας σκέπτεται, είμαστε «εδώ» επειδή μας θυμούνται, εξαφανιζόμαστε επειδή μας ξεχνούν, παύουμε να υπάρχουμε χωρίς όμως να χανόμαστε, πάντα είμαστε έτοιμοι να ανακληθούμε, ενωνόμαστε με τον σύνολο υπερκεράτουμε την ύλη και γινόμαστε πνεύμα και ενωνόμαστε με όλα τα άλλα πνεύματα και είμαστε παντού και πάντα, είμαστε ο αέρας που αναπνέουν είμαστε η σκέψη η δράση και τα πάθη τους είμαστε τα πάντα!»
«Τι μου λες, πάνσοφε», τον κολάκευσα λίγο ακόμα. «Θες να πεις πως εσύ ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας είστε εδώ επειδή σας θυμούνται ενώ εμείς, οι λαϊκοί άνθρωποι, είμαστε εδώ επειδή μας θυμάται μόνο η οικογένειά μας και όλοι όσοι μας ήξεραν στη ζωή μας «εκεί»;»
«Ορθόν!» είπε.
«Και δεν μου λες πάνσοφε, όταν χανόμαστε και είμαστε όλοι μαζί... τα πνεύματα εννοώ, σκεφτόμαστε; Υπάρχουμε; Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας;»
«Ζαμέ!» είπε ο φιλόσοφος.
Ευτυχώς είχα μάθει πέντε Γαλλικά του λιμανιού και κατάλαβα
«Σε ευχαριστώ πάνσοφε», είπα αλλά μέσα σκεφτόμουν ότι την είχα πατήσει. Δηλαδή την είχα πατήσει άσχημα. Πρώτον δεν είχα αποχαιρετίσει τους γονείς μου και δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι είχε απομείνει κανένας πια να τους θυμάται. Δεύτερον, δεύτερον, θεέ μου, πόσος χρόνος μου απέμενε; Μπορεί μεν να με θυμόνταν τα εγγόνια μου αλλά πόσο διάστημα θα συνέβαινε αυτό. Μετά τι θα γινόμουν, ένα με το όλον; Ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα!

Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα της ανυπαρξίας. Μα παιθένουν οι αποθαμένοι; απορούσα αλλά φαίνεται ότι οι αποθαμένοι πέθαιναν! Μήπως μετά από το «εδώ» και το «εκεί» υπήρχε και τρίτη πραγματικότητα, μία άλλη ζωή σε ένα άλλο μέρος όπου δεν είχε βρεθεί κανείς για να επιβεβαιώσει ή και να περιγράψει. Μήπως υπήρχε ζωή μετά τη ζωή του θανάτου; Κι αν όχι, τι θα συνέβαινε στον δύσμοιρο Ηλία. Σε εμένα!

Άξαφνα το περιβάλλον άλλαξε σαν σκηνικό θεάτρου και ήμουν στα πατρογονικά μου, στη Νάξο. Το γνώριμο χωριό, με τις εκατοντάδες σκάλες. Μετά κάποιος με συλλογίστηκε σε ένα διπλανό χωριό και εκεί ήταν και ένας άλλος, ξερακιανός άντρας, ένας μαυριδερός και κοτσονάτος βρακάς! Καθόταν στη ξερολιθιά και έστριβε τη μουστάκα του. Κάτι μου θύμιζε το μούτρο του.
«Ποιος είσαι και πούθε έρχεσαι φίλε;» τον ρώτησα.
«Με λένε Χατζηγεωργάκη», είπε αυτός, «από την Κρήτη έρχομαι και πιο παλιά τη Σμύρνη».
Αποδείχτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο προπάτορας Νάξιος της οικογένειάς μου! Εκείνος που είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της ύπαρξης του στο επέκεινα έπρεπε να ξέρει.
«Μα, πώς είναι στο πουθενά;» τον ρώτησα.
«Δε θυμάμαι τίποτα παλικάρι μου» είπε εντείνοντας τις ανησυχίες μου.
Έπειτα προστέθηκαν κι άλλοι στη συντροφιά μας. Πρόγονοί μου κι αυτοί, το δίχως άλλο!
«Κάποιος μελετάει το πατρογραμμικό γενεαλογικό μας δέντρο!» είπα.
«Ίντα ‘ναι ευτό;» ρώτησε ένας αλλά πριν προφτάσω να απαντήσω βρέθηκα αίφνης στην Αθήνα.

Εκεί με περίμεναν νέες εκπλήξεις, η αγαπημένη μου κόρη, η Βάσω και εγγόνια, ακόμα και δισεγγόνα είχαν υποστεί την μετάβαση. Ήταν «εδώ», όντες, οιονεί απόντες.
Ποιοι απέμεναν; Ένας γιος, εγγόνια, δισέγγονα; Πόσος χρόνος μου απέμενε; Η λήθη ήταν κοντά. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να επικοινωνήσω με τους συγγενείς μου να τους εξορκίσω να μη με ξεχάσουνε, να τους πείσω να με θυμούνται αλλά πώς;
Αποφάσισα να συμβουλευτώ έναν παλαιότερο.

Ο Ιησούς απόρησε. «Και γιατί να θέλεις να μείνεις για πάντα «εδώ», γνωρίζεις πόσο βαρετά είναι;»
«Το λες εσύ, του ανταπάντησα, που θα υπάρχεις για πάντα «εδώ»».
«Έχεις δίκιο, μπορεί να είναι διαφορετικά για σένα» παραδέχτηκε. «Το σημαντικότερο είναι να μεταφέρεις αυτό που θα γράψεις στο «εκεί» και εκείνοι να παραδεχτούν ότι το κείμενο γράφτηκε «εδώ». Αν γίνει αυτό, αν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει το «εδώ» θα σε θυμούνται εσαεί! Εσύ θα είσαι που θα τους καλωσορίζεις και όχι εγώ, πιθανά θα σχηματιστεί μία νέα θρησκεία της οποίας θα γίνεις ο προφήτης». Γέλασε... «Ή μπορεί και να γίνεις θεάνθρωπος!»
Δεν μου φαινόταν καθόλου αστεία όλα αυτά. «Και δε μου λες βρε Ιησού, πώς θα περάσω την ιστορία μου από το «εδώ» στο «εκεί»;»
«Αυτό, φίλε Ιλάι, προϋποθέτει Μεταμαθηματική υπέρβαση και δεν έχει γίνει ποτέ! Εξ’ όσων γνωρίζω δηλαδή. Εξ' ου και η δυσκολία του εγχειρήματος».
«Δώρον άδωρον» μουρμούρισα και απομακρύνθηκα κακοδιάθετος.
«Καλή σου τύχη Ιλάι» είπε ο Ιησούς.

Εκείνο που χρειαζόμουν ήταν διαβολεμένη τύχη, όχι απλώς τύχη.
Μεταμαθηματικά! Δεν τα θυμόμουν από το εξατάξιο! Δεν ήξερα πώς να αρχίσω και έτσι άρχισα να ρωτάω τους περαστικούς μπας και ήξεραν κάνα τύπο να ασχολείται με τα Μεταμαθηματικά. Προσέκρουσα σε διάφορες αρνήσεις, ανοησίες και υπεκφυγές ώσπου έπεσα πάνω σε έναν ύποπτο τύπο που τον έλεγαν Πλήνειο.
«Ξέρω», είπε, «ένα ξαδελφάκι μου που ασχολείται με τα μαθηματικά του «εδώ»! Τον λένε Ζόχα».
«Ζάχο;» προσπάθησα να διευκρινίσω το όνομα.
«Όχι, Ζόχα γιατί ζοχαδιάζεται πολύ εύκολα. Γι' αυτό», με έδειξε με το δάχτυλό του, «πρόσεχε μην τον ζοχαδιάσεις!»

Αφού μου εξήγησε ότι ο Ζόχας έμενε στο Κεραμικό πήρα βιαστικά τους δρόμους και μετά από αρκετές θεαματικές εικόνες και πολλαπλές εξαφανίσεις μπροστά στα μάτια μου έφτασα έξω από το σπίτι του διαβόητου Ζόχα ο οποίος κατοικοέδρευε σε μία παλιά μονοκατοικία και εκείνη τη στιγμή πότιζε τις γλάστρες του. Μόλις με αντιλήφθηκε ξύνισε τα μούτρα του.
Του εξήγησα με λίγα λόγια τι ζητούσα, δεν τους είπα βέβαια για ποιο λόγο ήθελα να «περάσω» ένα κείμενό μου από το «εδώ» στο «εκεί». ‘Ημουν πολύ επιφυλακτικός ως προς αυτό και ο Ζόχας δεν με ρώτησε γιατί ήθελα να επιτύχω κάτι τέτοιο. Αρκέστηκε στα μαθηματικά.
«Αχά!», ξεφώνησε αλλάζοντας στάση, «Να ένα ενδιαφέρον ζήτημα!»
«Δεν θέλω να περιαυτολογήσω αλλά ήρθες στον κατάλληλο άνθρωπο. Άκου λοιπόν.
»Ο Χρόνος «εκεί» σε σχέση με τον χρόνο «εδώ» κινείται σαφώς ταχύτερα. Ο χρόνος «εδώ» όμως δεν κινείται σταθερά ούτε με την ίδια ταχύτητα. Συνεπώς ο χρόνος «εδώ» είναι σχετικός. Μάλιστα, σε κοινωνίες ανιμιστών ο χρόνος του «εδώ» και του «εκεί» συμπίπτει γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι πρόγονοι να φροντίζουν τους ζωντανούς. Καταλαβαίνεις;»
«Δεν καταλαβαίνω γρι Πάνσοφε!» παραδέχτηκα.
«Μάλιστα! Κνώδαλον!» είπε διφορούμενα. «Τέλος πάντων ανιμισμός είναι η λατρεία των ψυχών των προγόνων είναι ένα θρησκευτικό σύστημα βρε παιδί μου όπως εμείς είμαστε δωδεκαθειστές εσείς Χριστιανοί-τι-διάολο-είστε(;), αυτοί είναι ανιμιστές. Κατάλαβες;»
Έγνεψα πως καταλαβαίνω μπας και ακούσω και κάτι κατανοητό.
«Εντάξει.», είπε κάπως ανακουφισμένος, «Πρόσεξε τώρα! Για να μεταφέρεις κάτι από μία χρονική συνέχεια σε μία άλλη δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από το να μεταφέρεις κάτι από έναν τόπο σε έναν άλλο τόπο. Μην βλέπεις που φαινομενικά βρισκόμαστε στον ίδιο τόπο με εκείνους. Απέχουμε χωρικά. Η χρονική υστέρηση ισούται με χωρική διαφοροποίηση. Το ερώτημα που εγκύπτει είναι ποια είναι η απόσταση ανάμεσα στο «εδώ» και το «εκεί» και πώς γίνεται να διανυθεί; Σωστά;»
«Σωστά…» είπα μουδιασμένα.
«Ωραία, δε φαντάζομαι να έχεις υπόψη σου τη μαθηματική θεωρία του Αριστόβουλου;... Ξαδελφάκι μου!» επεσήμανε.
«Όχι», επιβεβαίωσα τις αρχικές του εκτιμήσεις.
«Λοιπόν σύμφωνα με τον Αριστόβουλο στο «εκεί» Α=Β και Β=Γ τότε Α=Γ. Στο «εδώ» όμως, αν Α=Β και Β=Γ τότε Α είναι διάφορο του Γ … μάλλον…».
«Μάλιστα!», είπα για να τον ενθαρρύνω.
«Ωραία, συνεπώς είναι απίθανο να προβλέψουμε πώς μπορείς να μετακινήσεις κάτι ή να μετακινηθείς εσύ ο ίδιος από το σημείο Α στο σημείο Γ διότι μόλις το επιχειρήσουμε η θέση μας αλλάζει!
«Δηλαδή;», ρώτησα τρομαγμένος.
«Δηλαδή δεν μπορείς να μεταφέρεις τίποτα από το «εδώ» στο «εκεί»!»
«Μνησθητί μου κύριε όταν έλθεις εκ της βασιλείας σου, είπα ασυναίσθητα. Και αυτό Χριστιανέ μου έκανες τόσην ώρα με τις μπερδεψοδουλειές σου να μου πεις;»
«Πρώτον», είπε ο Αριστόβουλος, «δεν είμαι Χριστιανός, είμαι εθνικός, δεύτερον αυτό που σου είπα ήταν πολύ σημαντικό αλλά είναι σαφές ότι εσύ είσαι κωθώνι και εγώ πάω να ποτίσω τις γλάστρες μου που έχουν πολύ μεγαλύτερη διανοητική ικανότητα και ευστροφία από εσένα».
«Το αυτό επιθυμώ και διά εσέ», αποκρίθηκα.

Κάθισα σε ένα παγκάκι που είχε ξεφυτρώσει ξαφνικά και προσπάθησα να συλλογιστώ όσα μου είπε ο αφιλότιμος μαθηματικός της συφοράς. Δεν έβγαζα άκρη. Καταλάβαινα ότι το «εκεί» ήταν σταθερό… Όχι! Σταθερά μεταβαλλόμενο. Αλλά το «εδώ» ήταν μεταβλητά μεταβαλλόμενο! Γιατί όμως δεν μπορούσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα «εκεί» αφού ήταν γνωστή η οιονεί πορεία του; Και τότε μου ήρθε. Θυμήθηκα την μπαλαρίνα του Λούνα-Παρκ και τις απότομες κινήσεις που έκανε τραντάζοντας εμένα και την Μαρία. Αν ήθελα να πυροβολήσω έναν άνθρωπο από την μπαλαρίνα δεν θα τον πετύχαινα ακόμα και αν ήμουν ο καλύτερος σκοπευτής του κόσμου γιατί ενώ θα είχα σημαδεύσει από μία θέση σωστά, τη στιγμή που θα πυροβολούσα θα βρισκόμουν σε άλλη θέση. Είχε δίκιο. Το μήνυμά μου δεν θα έφτανε ποτέ «εκεί» γιατί το «εκεί» θα είχε μετακινηθεί σε σχέση με το «εδώ» και δεν υπήρχε ούτε πρόβλεψη ούτε ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο θα μετακινούνταν.
Έκλεισα το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια μου.

Σε αυτή τη στάση με βρήκε ο Πρωταγόρας.
«Τι συμβαίνει; Γιατί μηρυκάζεις φίλε μου;»
«Πάνσοφε», βαυκάλισα τα αφτιά του, «πες μου σε παρακαλώ, πώς θα μπορούσα να στείλω ένα μήνυμα στο «εκεί» ώστε οι άνθρωποι να μη με ξεχάσουν ώστε να μην εξαφανιστώ από το «εδώ» για το μη-τόπο, τη χώρα του πότε-ποτέ;»
Με έπιασε τρυφερά από τον ώμο. «Καλέ μου φίλε», είπε ο Πρωταγόρας, «φαντάσου αν ήσουν εσύ «εκεί» και κάποιος σου έλεγε ότι υπάρχει το «εδώ», ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν τις ζωές τους άλλυδις, σε άλλους τόπους, ότι συνεχίζουμε να ζούμε μέσα στις σκέψεις των άλλων και μόλις λησμονηθούμε εξαφανιζόμαστε, πες μου λοιπόν, τι θα έλεγες αν κάποιος σου εξιστορούσε μια τόσο ευφάνταστη ιστορία;»
«Θα έλεγα ότι είναι ντιπ για ντιπ μουρλός, Πάνσοφε! Αλλά τι μπορώ να κάνω;»
«Σημασία δεν έχει τι....» πήγε να πει ο Πρωταγόρας αλλά δεν άκουσα την συνέχεια της φράσης.
Εξαφανίστηκα! Μετά υπήρχε κενό και μετά ήμουν σπίτι. Με περίμενε ο Κώστας, ο τρίτος μου γιος, άρτι αφιχθείς από το «εκεί». Θυμήθηκα ότι τα εγγόνια μου, τα παιδιά του Γιώργου, της Χρυσούλας και του Κώστα δεν με γνώρισαν ποτέ. Πέθανα, όχι μετέβηκα προτού γεννηθούν. Πώς διάολο θα με ανακαλούσαν σαν ανάμνηση; Το τέταρτο παιδί μου, η Χρυσούλα ήταν το αποκούμπι μου, η μοναδική αιτία ύπαρξης μου στο «εδώ». Άξαφνα ο χρόνος άρχισε να κυλά γρηγορότερα. Δεν είχα καθόλου καιρό στη διάθεση μου για να πραγματοποιήσω τα σχέδια μου. Ό,τι και αν υπονοούσε ο Πρωταγόρας ο διαθέσιμος χρόνος εξέλιπε. Έπρεπε, κατεπειγόντως, να βρω έναν τρόπο να μεταφέρω το μήνυμά μου «εκεί». Βγήκα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω δεξιά-αριστερά να ρωτώ άσχετες ερωτήσεις τον κόσμο στην αγορά και βέβαια σε ανόητες ερωτήσεις αντιστοιχούν βλακώδεις απαντήσεις.
Έχοντας φτάσει στα όρια της απόγνωσης παρατήρησα έναν τύπο που με είχε πάρει στο κατόπι! Έφερνε σε ζωγραφιές του Οδυσσέα Ανδρούτσου που θυμόμουνα απ’ το δημοτικό. Αλλά δεν φορούσε φουστανέλα! Δεν συστήθηκε. Με πλησίασε αποφασιστικά και με γράπωσε από τον ώμο. Μαύροι κύκλοι σκίαζαν τα μάτια του και η πρώτη σκέψη μου ήταν πως ήταν ρεμπέτης αλλά τούτος εδώ είχε μακριά, ατημέλητα μαλλιά και μουστάκα σαν Ρωμιός κλέφτης της Τουρκοκρατίας!
«Έμαθα .ότι θες να στείλεις ένα πακέτο στο «εκεί»» είπε
«Όχι πακέτο καλέ, ένα γραπτό μου θέλω να στείλω!»
Με έπιασε σφιχτά από τον ώμο και με ύφος τρελού είπε «Εγώ! Είμαι ο άνθρωπός σου! Μπορεί να μπορώ… μπορεί και να μη μπορώ… αλλά αν μπορεί κάποιος… τότε εγώ μπορώ!»
«Θα πιάσει καμία μπόρα παλικάρι μου» είπα.
Γέλασε. «Καλό, μάστορα. Αλλά κοίτα, ξέρεις τι είναι το διαδίκτυο».
«Δεν ξέρω παλικάρι μου», παραδέχτηκα, «είναι κάτι για ψάρεμα;»
«Ψάρεμα!» είπε διατηρώντας το ύφος τρελού. «Καλό!» (αλλά δεν γέλασε αυτή τη φορά) «Όχι! Όχι ψάρεμα, διαδίκτυο είναι ένας τόπος έξω από το «εδώ» και το «εκεί», ένας τόπος που περιέχει πληροφορίες».
«Και πώς με εξυπηρετεί αυτό γιόκα μου;»
Κοίτα, Μπάρμπα… ελπίζω όχι Βάνα Μπάρμπα (με κοίταξε)… όχι, όχι Βάνα μπάρμπα, σκέτο μπάρμπα…
Ούτε ήξερε τι έλεγε ετούτος!
«Λοιπόν Μπάρμπα», συνέχισε ακάθεκτος, «μπορούμε να ρίξουμε το γραπτό σου στο διαδίκτυο και να ελπίσουμε ότι…. Όχι όχι όχι, είναι σα να ρίχνουμε μία πέτρα στον ωκεανό τυχαία και να περιμένουμε να προσγειωθεί στον Τιτανικό!»
«Μη σώσει και προσγειωθεί πάνω στον Τιτανικό!» ξόρκισα το κακό.
Γέλασε. «Τελικά Μπάρμπα έχεις φάση!»
Αυτή τη λέξη κάπου την είχα ξανακούσει αλλά για κάποιον άλλο λόγο. Δεν έβγαζα νόημα από όσα έλεγε αλλά δεν είχα και τι άλλο να κάνω.
«Επειδή σε συμπαθώ και επειδή διαβλέπω ότι είσαι κωθώνι…
Εντάξει, εδώ ησύχασα κάπως, είχε αρχίσει να ακούγεται κάπως πιο λογικός, δεν ήξερα τι σήμαινε αλλά όσοι μου είχαν δώσει σωστές πληροφορίες κωθώνι με ανέβαζαν κωθώνι με κατέβαζαν. Ήμασταν σε σωστό δρόμο.
»θα σου εξηγήσω αναλυτικά. Τήρα! Το διαδίκτυο είναι σαν τον πλανήτη Γη με τη διαφορά ότι μόνο ελάχιστο μέρος του είναι στεριά, σχεδόν το σύνολο του είναι ωκεανός. Στις στεριές, που είναι σαν νησιά και συνδέονται αναμεταξύ τους με αεροπλάνα και βαπόρια, υπάρχουν πληροφορίες που είναι γραπτά σαν και αυτό που θέλεις να βάλεις ή άλλα γραπτά ή φωτογραφίες ή βίντεο ή μουσική κ.λπ.»
«Κατάλαβα!» είπα, «είναι σαν το Λούνα Παρκ».
«Μπράβο»
«Έχει και γυναίκες με γένια;» ρώτησα
«Standard!»
«Έχει και αρκούδες που χορεύουν;»
«Απ’ όλα! Εμείς όμως και επειδή το διαδίκτυο διακινείται, δηλαδή χειραγωγείται από το «εκεί» και το περιεχόμενο του αλλάζει διαρκώς σε μορφή και μέγεθος δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί όταν στείλουμε το γραπτό σου. Δηλαδή αν τώρα στοχεύσουμε ένα «νησί» μία τοποθεσία στο διαδίκτυο για να ρίξουμε την πέτρα, το κείμενό σου, αυτή η πέτρα δεν θα φτάσει εκεί που πρέπει γιατί μέχρι να προσγειωθεί στον προορισμό της το διαδίκτυο θα έχει μεταβληθεί, και μπορεί, το πιθανότερο δηλαδή, η πέτρα μας να πέσει στο νερό, δηλαδή στο κενό. Με λίγα λόγια, μπορούμε να κάνουμε μία προσπάθεια αλλά δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα έχει αποτέλεσμα ούτε καν αν θα έχει, μολονότι το πιθανότερο είναι να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Με προσέχεις;»
….
«Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πέτρα σου πέφτει σε στεριά, πράγμα που όπως σου είπα έχει απειροελάχιστες πιθανότητες, ακόμα και τότε δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποια ιστοσελίδα θα αναρτηθεί με τι αναγνωσιμότητα. Πρέπει να έχεις τύχη βουνό για να φτάσει η πέτρα μας στον προορισμό της!» κατέληξε. «Κατάλαβες ή θέλεις να ρωτήσεις κάτι;» με ρώτησε πολύ σοβαρά.
Επωφελούμενος από τη σοβαρότητά του, επιτέλους αποφάσισα να σοβαρευτώ κι εγώ. «Κοίτα, παλικάρι μου, εγώ να ξέρεις, είμαι από νησί! Από τη Νάξο αν την έχεις ακουστά!»
Σε αυτό το σημείο και χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ο συνομιλητής μου ξέσπασε σε δυνατά γέλια έπεσε στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά του.
Αποφάσισα ότι είχα ελάχιστο χρόνο για να τον σπαταλώ σε συζητήσεις με σύγχρονους τρελούς και μάλιστα πεθαμένους και έκανα να φύγω.
«Περίμενε, περίμενε Μπάρμπα.» είπε και έτρεξε προς το μέρος μου. «Μπορούμε να δοκιμάσουμε να αναρτήσουμε το κείμενό σου στο δίκτυο αλλά δεν σου υπόσχομαι ότι θα εξυπηρετήσει τους σκοπούς σου. Σύμφωνοι;»
«Πόσο πιθανό είναι;» ρώτησα. «Όσο να κερδίσουν τον πόλεμο οι σύμμαχοι;»
«Μα, τον πόλεμο τον κέρδισαν οι σύμμαχοι!» είπε.
Δεν τον πίστευα. Αλλά γιατί,. Τι συφέρο είχε να μου πει ψέματα. Βέβαια εμείς τότε δεν πιστεύαμε με τίποτα ότι θα μπορούσε να χάσει ο Άξονας. Θα μου πεις γιατί πολεμήσαμε; Πολεμήσαμε γιατί έπρεπε να πολεμήσουμε. Καμιά φορά πρέπει να πολεμάς ακόμα και αν ξέρεις ότι θα χάσεις.
«Εντάξει», είπα, «ας το κάνουμε. Δεν χάνουμε τίποτε, έτσι δεν είναι;»
«Έχεις δίκιο, δεν χάνουμε τίποτε και αυτό πρέπει να γίνει προτού εξαφανιστείς εγώ ή εσύ, σωστά;»
«Θα εξαφανιστείς και εσύ;» τον συμπόνεσα.
«Ίσως» είπε αινιγματικά.
Αμφέβαλα αν θα εξαφανιζόταν, ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και έτοιμος να κάνει πειραματισμούς βοηθώντας εμένα. Αν πίστευε ότι θα εξαφανιζόταν ίσως και να φρόντιζε πρώτα το τομάρι του. Με ρώτησε αν είχα έτοιμο το κείμενο και εγώ φυσικά δεν είχα ετοιμάσει ούτε την επικεφαλίδα και έτσι στρωθήκαμε στη δουλειά, αυτός έγραφε πάνω σε ένα παραλληλόγραμμο, κοπανώντας με τα δάχτυλα κάτι τετραγωνάκια και εγώ υπαγόρευα αυτά που διαβάζετε τώρα αλλά δεν είχα αλλάξει δύο παραγράφους όταν εξαφανίστηκα.

Την επόμενη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν στο σπίτι μου. Δεν κοντοστάθηκα στιγμή!

Ευτυχώς με περίμενε στην αγορά. Συνέχισα την υπαγόρευση και εκείνος την δαχτυλογράφηση (μου εξήγησε ότι χρησιμοποιούσε κάποιου είδους γραφομηχανή για να μεταφέρει το κείμενό μου) και μετά εξαφανίστηκα πάλι και όταν επέστρεψα εκείνος είχε φύγει ή μπορεί και να είχε χαθεί για πάντα. Η άμμος της κλεψύδρας μου είχε σωθεί. Έβαλα τα κλάματα.























…………….
TheJemmHadar
«Μπάρμπα, δεν ξέρω αν η προσπάθειά μας θα αποδώσει καρπούς, δεν ξέρω καν αν το κείμενό σου θα αναρτήθει τελικά σε κάποια ιστοσελίδα. Ο χρόνος μου είναι λιγοστός: δεν έχω παιδιά, δεν είμαι διάσημος, δεν έχω τίποτα και κανέναν «εκεί». Ίσως συναντηθούμε στο επέκεινα, στην χώρα του πότε-ποτέ, ίσως πάλι δεν συναντηθούμε ποτέ, ίσως το επέκεινα να είναι απλά το τέλος. Όπως και να ‘χει προλαβαίνω να πατήσω το κουμπί».
…. Enter

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Άχ Μητέρα...

Αχ μητέρα
Είναι πάντα γελαστή. Χαρούμενη. Το πλατύ της χαμόγελο αγκαλιάζει το σχεδόν άδειο στόμα της. Τα μισά της δόντια έχουν σαπίσει. Το έχουν εγκαταλύψει. Η φωνή της γλυκιά, σχεδόν παιδική. Τα μάτια της είναι ολοστρόγγυλα επίπεδα και μαύρα. Τα γιαλιά ηλιού που κοσμούν το επίπεδο λιπαρό πρόσωπό της, αποκρύπτουν τα μάτια. Κανεις δεν τα έχει δεί εδώ και χρόνια. Αν μπορέσεις να τα ξεχωρίσεις μέσα απο τα κατάμαυρα τζάμια θα ανακαλύψεις ότι κινούνται συνεχώς γύρω γύρω παρατηρώντας και επιβλέποντας τα πάντα, αξιολογώντας κάθετι που βρίσκεται στην οπτική τους ακτίνα. Θαρρείς πως ποτέ δεν έχουν κλείσει, ποτέ δεν έχουν εφησυχάσει από το έντονο και επιτακτικό έργο τους. Κλαίει χωρίς δάκρυα, χωρίς να βγάζει τα μαύρα της γυαλιά. Καλυπτει με τις παλάμες το αιώνιο προσωπό της, να μην φαίνεται οτι γελά. Τα αυτιά της πλατειά ασουλούπωτα, ποτέ δεν σκεπάζονται απο τα μαλλιά της. Πάντα στραμμένα προς κάθε ομιλούντα που την περιστοιχίζει συλλέγουν τις πολύτιμες πληροφορίες που θα διευκολύνουν το κοπιαστικό και δύσκολο έργο της. Τα μαλλιά της μακριά, μπουκλωτά και καστανά. Το ρυτιδιασμένο οβάλ κρανίο της διαφαίνεται και φεγγίζει μέσα απο την αραιή της κόμη. Το σώμα της χοντρό, παχύ, δεν έχει γευτεί ανθρώπου χάδι. Ποτέ! Δυο φορές συνουσιάστηκε στην αιώνια ζωή της. Για να γεννήσει τα τέκνα της. Τα στήθη της ακουμπούν και ξεκουράζονται στην παχιά κοιλιά της. Τις ρώγες της δεν τις βύζαξε ποτέ κανείς, μήτε μωρό μήτε νέος. Άχρηστες μαράζωσαν και αυτές και κρέμονται σαν ξερά κοτσάνια στα πρησμένα από το λίπος στήθη της. Η πολύπτυχη κοιλιά της δεν ξεχωρίζει απο τους χοντρούς και τετράγωνους γλωτούς της. Τα πόδια της σαν κορμοί γέρικού δέντρου που ζει σε στοιχειωμένο βαλτότοπο. Ποτέ της δεν πλένεται. Στο διάβα της το συνεπές αηδιαστικό άρωμα του αιώνιου κορμιού της ξεχύνεται και δηλώνει την ταυτοποίηση της παρουσίας της. Το βήμα της γοργό για να τα προλάβει όλα, έχει τόσα πολλά να καλύψει, στον αιώνιο χρόνο που διαθέτει. Η κίνησή της συντίθεται απο μικρές κοφτές χειρονομίες όλο νάζι, τόσο επιτηδευμένες και συνήθης που μοιάζουν φυσικές.
Γεννήθηκε σαν όλους εμάς. Αθώα, αγνή, καλή, άκακη. Δεν έγινε σαν εμάς. Σταδιακά ξεπέρασε τα ΜΗ της κοινωνίας. Εφτιαξε τον δικό της ηθικό κώδικα. Σίγουρα η κοινωνία ευθύνεται για το δρόμο που πήρε. Η κοντινή της κοινωνία. Η μάνα της και ο πατέρας της. Οι δασκάλοι της και όλα τα πρότυπα της ζωής της. Ηταν άτυχη. Τώρα είναι άτυχος όποιος βρίσκεται στο διάβα της και δεν συμφωνεί με τα δόγματά της. Η γλώσσα της οδηγείται απο το ψέμα. Το ψέμα αναβλύζει απο όλη την ύπαρξή της. Λέει μόνο ψέματα. Παραποιεί την πραγματικότητα για να μπορέσει να πλέξει στον δικό της ιστό την καταστροφή των ανθρώπων που την περιβάλουν.
Ευτυχία είναι η αποτυχία και η καταστροφή. Στα τέκνα της δεν έδωσε το ζωοποιό βυζί της. Τα έθρεψε με όνειρα. Μολις ρίζωσαν βαθιά μέσα τους, τα ξερίζωσε. Αυτή είναι η ευτυχία της. Καταστροφέας παιδικών ονείρων.
Στα δαχτυλίδια της και στα τσαντάκια της κρύβονται τα πιο θανατηφόρα δηλητήρια. Μολύνει τη λεία των θυμάτων της. Τα χέρια της τσιμπολογούν επιδέξια τα τσαντάκια για να είναι σε ετοιμότητα την μοιραία στιγμή, όταν θα πρέπει. Τα δηλητήριά της είναι απαύγασμα εμπειρίας γενεών ολάκαιρων. Της τα δίδαξαν η γιαγιά της και η μάνα της. Πάντα πετυχαίνει τον σκοπό της. Τα θύματά της πεθαίνουν μέσα σε φριχτούς και βασανιστικούς πόνους. Τα σπλάχνα τους σαπίζουν. Το αίμα τους γίνεται νερό. Τα μάτια τους πετάγονται από τις κογχες. Όλοι πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο. Με τον ίδιο φρικτό τρόπο με το ίδιο ακριβώς δηλητήριο. Κανείς ποτέ δεν έχει γλιτώσει, κανείς δεν ξέρει. Δηλητηριάζει το νερό που ξεδιψά, τα φρούτα που γλυκαίνουν, το φαγητό που δυναμώνει. Ο θάνατος που σκορπίζει την εξισώνει με το θεό της, τον χειρότερο θεό του σύμπαντος, τον ακατανόμαστο.
Αχ Μητέρα...

Ο Γιος της Σεμέλης

Η φωτιά που άναψε μέσα σου δεν έσβησε ακόμη,

Έκαψε το θνητό που κυριαρχούσε και γέννησε θεό,

Θεό άσημο, διωγμένο, κυνηγημένο, μα πάντα νικητή,

Νικητή στον άνισο αγώνα σου με το θάνατο,

Θάνατο που ξεπέρασες αφότου γεύτηκες του Σόμα* την απόλαυση,

Απόλαυση που ξεπέρασε τη πληρότητα των ημερών,

Ημερών που γευόσουν στη θνητή ζωή σου,

Ζωή σου που άλλαξε αφότου γνώρισες

τον Γιο Της Σεμέλης.





* Στην Ινδική Βέδα Σόμα σημαίνει τον χυμό του φυτού που χρησίμευε για τις σπονδές των θεών. Οταν προσωποποιήθηκε η σπονδή και έγινε θεότης, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, ο Σόμα επωνομάσθηκε Βίνας δηλαδή αγαπημένος. Οι Αριοι, που ήρθαν στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, αποκάλεσαν τον χυμό των σταφυλιών οίνο ή vino

Ράουμε-Σέυμουρ

- Ράουμε

Ο Ράουμε δίπλωσε τα βλέφαρά του.
«Χιλιάδες ανείπωτες σκέψεις στροβιλίζουν τις ανάσες μας» σου είπε χωρίς σκέψη. Συμπλήρωσε: «Να το θυμάσαι αυτό.»
«Που;» ρώτησες με θράσος.
«Σε χέρια με λουλούδια από χαρτί και ελπίδες.»
...
«Τι μένει από ένα χαρτί όταν καίγεται; τίποτα – τίποτα παρά στάχτη που παίρνει ο άνεμος μακριά. Και μια ελπίδα όταν χαθεί, καίγεται, τίποτα δε μένει. Ταξιδεύει μακριά από σένα όπως η στάχτη.»
Ξεροκατάπιε.
«Για σένα δε μένει τίποτα. Εγώ όμως μαζεύω τη στάχτη που αψηφάς. Και ζω μ’ αυτή μέχρι να βρω καινούργια ελπίδα να πιστέψω.»
«Ζεις με ελπίδες άλλων;» ρώτησες.
«Δεν έχω ελπίδες δικές μου, κατάδικές μου. Επιλέγω ανάμεσα σε πολλές που πλανώνται χαμένες στον αέρα από ανθρώπους ανίκανους να τις εκπληρώσουν.»
...
«Αναρωτιέσαι τι με θέλεις;» η επόμενη ερώτησή σου. «Εγώ δεν έχω ελπίδες να σου δώσω. Νοιώθω τη ζωή σαν ένα ποτάμι που απλώς κυλά – δεν έχει σημασία για το ποτάμι αν έχει δίνες ή όχι. Απλώς να κυλά, αυτό είναι όλο.»
«Αυτό δεν είναι ελπίδα; Αν πάψει να κυλά;»
«Αυτό είναι πρόβλημα τού δημιουργού μου, κι όχι δικό μου.»
«Δεν ελπίζεις στη ζωή;»
«Το μπουκάλι με τη συνείδηση άδειασε.»
«Τότε γιατί σε έστειλαν σε μένα;»

...

«Είναι πάντα τόσο βαρετά εδώ;» έσπασες και πάλι τη σιωπή.
«Δεν νοιώθεις το ποτάμι να κυλά;»
«Έπαψε.»
«Χάθηκε και η τελευταία ελπίδα. Τη νοιώθω στον αέρα τώρα.»
Δεν είπες τίποτα.
«Είναι δική μου τώρα.» σου είπε.
...
«Πότε θα έρθει ο θάνατος;»
«Παράξενη ερώτηση... δεν τον ξέρω. Άρα δεν υπάρχει.»
«Υπάρχουν μόνο όσα ξέρεις;»
«Τρώω ελπίδες και δίνω γνώσεις. Ό,τι δεν νοώ, δεν υφίσταται για το δικό σου κεφάλι.»
...
«Θα μείνω για πάντα εδώ μαζί σου;»
«Ελπίζω πως όχι! Μόλις γεννηθεί και πάλι μια ελπίδα σου, θα επιστρέψεις πίσω... στο ποτάμι που θα αρχίσει να κυλά και πάλι.»
«Μάλλον θα αργήσω.»
...
«Βαρέθηκες, το βλέπω. Κι όμως δεν ελπίζεις. Καμιά ελπίδα δε γεννιέται στο μικρό σου κεφάλι. Τουλάχιστον αν προσπαθούσες...»
«Αποκλείεται. Δεν πέφτω σε τέτοιο σφάλμα.»
«Πρέπει να φύγεις όμως. δε γίνεται να μείνεις για πάντα εδώ.»
«Αν πέθανα, φαντάζομαι πως δεν πρόκειται να φύγω από εδώ.»
«Σου εξήγησα, δεν υπάρχει θάνατος.»
...
«Η ελπίδα σου ήταν ψεύτικη.»
«Στο είπα, δεν ήμουν εγώ αυτός που ήλπιζε να συνεχίσει το ποτάμι να κυλά.»
«Δεν μ’ αρέσει αυτό που συμβαίνει. Η ελπίδα που βρήκα στον αέρα τέλειωσε ήδη. Χρειάζομαι άλλη, μα δεν μπορώ να βρω όσο είσαι εσύ εδώ.»
«Κι αυτό, δικό σου πρόβλημα είναι.»
...
Ο Ράουμε παρέμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα.
Εσύ, για πρώτη φορά έσπασες τη σιωπή, δίχως ερώτηση.
«Ίσως να ήταν δική σου. Η προγονική σου ελπίδα, που έμενε κρυφά μέσα στη ψυχή.»
«Μα αν ήταν έτσι, τότε... το ποτάμι έπαψε να κυλά, όλα είναι ακίνητα σα να περιμένουν κάτι... κάποιος να φύγει, κάποιος να 'ρθει.»
«Εγώ ήρθα.»
...
«Είσαι ο αντικαταστάτης μου, λοιπόν, ναι. Δεν το περίμενα, με τέτοιο τρόπο.»
«Ο Δημιουργός μας είναι ευφάνταστος. Ούτε εγώ ήξερα ότι μου έκανε τέτοια τιμή, παρά μονάχα όταν σε είδα να πεθαίνεις.»
«Ώστε υπάρχει θάνατος;» σε ρώτησε, ενώ λουλούδια από χαρτί άρχισαν να πέφτουν απ’ τις χούφτες του.
«Από τη στιγμή που ανέλαβα εγώ, υπάρχει. Εγώ νοώ το θάνατο, την πίκρα και τη θλίψη που θα βλέπεις στα πρόσωπα των ανθρώπων όταν χάνουν εκείνους που αγαπούν. Δικό μου έργο.» απάντησες κυνικά.
Χιλιάδες κομματάκια χαρτί σκορπίσαν στον αέρα.
«Και τι κερδίζεις;» σου είπε φεύγοντας.
Χάθηκε.
«Ακόμη περισσότερες χαμένες ελπίδες για μένα...» μονολόγησες.
Το απόλυτο σκοτάδι είναι δικό σου τώρα. Μέχρι να πάψει το ποτάμι να κυλά και πάλι.

- Σέυμουρ

Σέυμουρ, υπήρξες παιδί πρότυπο από τα 13 σου. Αφιερώθηκες στη ζωή των μοναχών και τήρησες επάξια την κοινωνική θέση που κατείχες.
Σέυμουρ, οι καραμέλες τέλειωσαν, λυπάμαι δεν έχω.
Άκουσέ με. Πάντα ήσουν στο πλάι μου, πάντα. Όλες τις δύσκολες στιγμές τις άφησες να πέσουν πάνω σου, σαν φύλακας άγγελος. Υπάρχει μια τελεία στον χρόνο όμως που τα ζητήματα αυτά μεταξύ μας μπορούν πολύ εύκολα να οδηγήσουν σε παρεξήγηση. Καταλαβαίνεις.
Φυσικά. Μ’ αρέσει που δείχνεις την πρέπουσα κατανόηση. Πηγάζει από τον αυθόρμητο σεβασμό που τρέφεις για τους ανωτέρους σου. δε θα ήθελα όμως, σε καμία περίπτωση, να δημιουργήσουμε άσχημες εντυπώσεις. Φυσικά.
Όλα, ναι ...
Όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Δυσάρεστα δε σου εγγυώμαι πως δε θα είναι – το αντίθετο μάλιστα. Αυτός είναι και ο λόγος που φοβάμαι να μην έχουμε άσχημη κατάληξη.
Θα σου εξηγήσω. Φεύγεις.
Ναι. Αποχαιρετάς τους άλλους. Συγνώμη αλλά δεν είναι απαραίτητο να καταλάβεις, ξέρεις.
Ναι, μακριά.
Μόνος.
Φοβάμαι πως θα είσαι μόνος.
Δεν μπορεί... όχι δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο. δε με θλίβει, αλλά ούτε με ευχαριστεί η μετάθεσή σου εκεί. Είναι αναγκαία, αυτό είναι.
Μην αρχίσεις τώρα τη μουρμούρα... ούτε τα κλάματα σε ωφελούν.
Ήσουν ο καλύτερος, στα είπα ήδη αυτά. Κανείς δεν έχει παράπονο από σένα, ούτε κακό να πει.
Δεν υπάρχει γιατί, Σέυμουρ, δεν υπάρχει γιατί. Υπάρχει πρέπει. Σύνελθε.
Έτσι, καλύτερα τώρα. Όλα θα πάνε ως οφείλουν. Καλά ή άσχημα, σημασία δεν έχει.
Αυτός είσαι. Το ήξερα ότι θα καταλάβαινες. Άλλωστε τι σημαίνει πάντα; το ταυτίζουμε με το αιώνιο. Δεν είναι έτσι όμως. Ο θάνατος είναι αυτός που φέρνει τη ζωή, ναι.
Ακριβώς. Τίποτα δεν τελειώνει με το θάνατο, όλα αρχίζουν τότε. Τι σημασία έχει αν είναι δικά μου ή δικά σου; Όλα ένα.
Είναι μακριά.
Αρκετά.
Λοιπόν, πρόσεξε. Είναι λίγο παράξενα εκεί που πας. Πρέπει να στο εξηγήσω κάπως.
Τι να ανησυχείς; Είναι ήδη πολύ άσχημο, δεν έχει να ελπίζεις σε κάτι. Πρέπει να ξεχάσεις τη θέση σου για πάντα και όλες τις ελπίδες. Θα τρέφεσαι μονίμως με αυτές των άλλων.
Θα με αφήσεις να σού πω;
Την σωτηρία σου, την επάνοδό σου.
Ωραία.
Κατάλαβα. Δεν παίζει κάποιος, χρειάζεται το χρόνο του κι αυτός ο αποχαιρετισμός, έτσι θα έλεγα εγώ. Χρειάζεται το χρόνο του. Άλλωστε, ήμασταν πάντα μαζί, κι όσο κι αν θέλω να μη νοιώσω συγκίνηση, υπάρχουν στιγμές που κι εγώ – ίσως να μην το πίστευες ποτέ, ίσως κι εγώ να μην το περίμενα – που νοιώθω πως... δύσκολο να το εκφράσει κανείς, δύσκολο. Δε βγαίνει.
Ήταν... στιγμές που ένοιωθα ένα άδικο αλλά συνάμα ήξερα πως είχα λάθος. Αυτά τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα τής λογικής και του συναισθήματος που ξέρω πως έχουν μονάχα έναν πατέρα.
Ναι.
Δεν αποφεύγω το ζήτημα, όχι. Εκεί που πας θέλει υπομονή. Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ.
Αυτό είναι ένα θέμα προς συζήτηση, μιας που δεν έχεις συγκεκριμένο χώρο εργασίας. Θα δουλεύεις ταυτόχρονα... παντού.
Είναι δύσκολο, δεν είπα το αντίθετο.
Θα αναλάβεις τη θέση τού Ράουμε.
Ναι, θα κρατάς τους νεκρούς να μη βγουν, ναι. δε θεωρείται καλή η θέση, βέβαια κι εγώ το αντίθετο θα έλεγα. Κι ελπίδες δε θα έχεις, παρά θα παίρνεις τις ελπίδες των άλλων που χάνονται.
Θα ζεις, όπως κι ο Ράουμε ζούσε. Αλλά ως νεκρός. Καταλαβαίνεις ότι κάποιος πρέπει να το κάνει. Θα ήταν άσχημο, καταλαβαίνεις, να ξεχυθούν οι θνητοί νεκροί στους δρόμους.
Δεν είναι τόσο απλό. Αλλά αν αυτό θέλεις να πιστεύεις, δε θα φέρω περισσότερη αντίρρηση, άλλωστε και ο χρόνος είναι σχετικά περιορισμένος.
Εκείνος θα αναλάβει τη δική σου.
Όχι – δεν το ξέρει ακόμα. Θα το μάθει όταν εσύ πάρεις τη θέση του. Από σένα.
Ωραία.
Αυτό πάλι γιατί σε ενδιαφέρει;
Ο Ράουμε πήρε τη θέση που του άρμοζε - φίλε μου συγνώμη μα δεν έχω δάκρυα για σένα και για κανέναν. Όλα έχουν την υποχρέωση να αλλάζουν. Άσχημα ή όμορφα, τα είπαμε αυτά... Ας μη χαλάμε τις καρδιές μας.
Αναλαμβάνει τα ηνία εκείνος, σου είπα ήδη.
Επιτέλους αντιλαμβάνεσαι τι προσπαθώ να σου εξηγήσω.
Από εδώ και στο εξής, κι εμείς πεθαίνουμε. Κανείς μας δεν το ήξερε αυτό, σε διαβεβαιώ. Ήταν ιδέα δική σου ο θάνατος. Θυμάσαι; Μετά από αυτό, τι άλλο μπορούσε να γίνει, παρά να πεθάνουμε εμείς και να ζήσει εκείνος.
Προφανώς για να υπάρχει κύκλος. Μου φαίνεται απίστευτο που θεωρούσαμε πως θα είναι ευθεία αιώνια. Το συγχέουμε με το πάντα. Και νομίζαμε ότι εμείς δεν ήμασταν θνητοί.
Ο καθένας από εμάς πάει ως ζωντανός σε κολαστήριο. Αυτός ο θάνατος μας έκανε να το καταλάβουμε και είναι καιρός να το χωνέψεις και εσύ νομίζω.
Ναι. Τώρα που το σκέφτομαι, όταν γυρνάμε δε θυμόμαστε τίποτα... προφανώς.
Έτσι ακριβώς. Από εκεί γυρίζουμε και πάλι πίσω, αναλαμβάνουμε εμείς, όπως το είπες.
Το αντιλήφθηκες, επιτέλους. Το δικό σου τέλος είναι ιερό, όπως κάθε τέλος γιατί γεννάει την αρχή. Και χωρίς αρχή, δε θα υπήρχε τίποτα. Είναι τιμή για σένα που πεθαίνεις.
Ο Ράουμε περίμενε καιρό. Το πάντα τελειώνει και αρχίζει μέσα στο αιώνιο.
Υπάρχει μια σειρά.
Εγώ θα πεθαίνω τελευταίος αλλά θα είναι σα να πέθανα πρώτος - στη άλλη πλευρά ο χρόνος κυλά προς τα πίσω. Όλα τα γεγονότα κυλούν ανάποδα.
Είναι απλό... δεν τελειώνει ποτέ, μόνο ξαναρχίζει όταν πεθάνει.