Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2008

Από τη γωνία

Λένε πως η ζωή είναι κύκλος. Καθώς ο κύκλος δεν έχει γωνίες είναι καθαρά θέμα προσωπικής επιλογής αν εφεύρεις μια και λουφάξεις εκεί. Σύγχρονοι επιστήμονες υπερασπίζονται πως ζούμε σε μια δίνη που μας παρασύρει ανεξαιρέτως όλους κάθε στιγμή, αρχαίοι φιλόσοφοι αγόρευαν ότι τα πάντα ρεί κ.τ.λ. Άρα κάθε στιγμή αυτής της περίεργης ζωής είναι πραγματικά μοναδική. Παρότι ξυπνάς και σηκώνεσαι κάθε μέρα από την ίδια πλευρά του κρεβατιού φορώντας τις ίδιες παντόφλες, ποτέ αυτή η στιγμή του ξυπνήματος δεν είναι ακριβώς ίδια με κάποια άλλη. Έτσι τουλάχιστον λένε. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος για απελπισία και απομόνωση. Αυτόματα, με τη γέννησή σου είσαι μέσα στο χορό, άρα τα πάντα μπορούν να συμβούν, άρα είναι μάλλον ενάντια στη φύση να κυνηγάς τις γωνίες. Η μήπως δεν τις κυνηγάς εσύ, αλλά αυτές;
Στο Δημοτικό η δασκάλα με απάλλασσε συχνά από το γλυκό βασανιστήριο του διπλανού μου στέλνοντάς τον τιμωρία και θέτοντας αυτόματα και μένα στο περιθώριο. Ήταν αυτός που έκανε τη φασαρία και για τους δυο μας και έτσι έμπαινα και γω τιμωρία μέσα από αυτόν. Μπορεί να συνέχιζα να κάθομαι στο θρανίο μου αλλά το μυαλό μου ήταν στη διπλανή θέση που έτσι άδεια έμοιαζε χαοτικά θλιβερή. Ήθελα να κάνω και γω φασαρία, ήθελα να κάνω πλάκα, να γελάσω δυνατά, να σπάσω τα νεύρα της δασκάλας αλλά ήμουν ένα γλυκό και ήσυχο κοριτσάκι και όλες αυτές οι σκανδαλιές ήταν ευθύς εξαρχής απαγορευμένος καρπός που δε θα γευόμουν ποτέ. Λούφαζα στη θέση μου στο κέντρο της αίθουσας, αλλά καταβάθος ήμουν απούσα στη γωνία μου, το μυαλό μου ταξίδευε σε όσα δε θα τολμούσα να κάνω ποτέ παρά μόνο μέσα από τους άλλους.
Στο γυμνάσιο η γυμνάστρια κάθε φορά μου φώναζε: «Στην άκρη Παπαδοπούλου!!!». Δεν κατάφερνα ποτέ να κάνω πάσα τη μπάλα του βόλεϊ, οδηγώντας αργά αλλά σταθερά την ομάδα μου στην ήττα. Η μόνη λύση ήταν να με απομακρύνουν από το φιλέ. Όχι ότι είχα ιδιαίτερο πρόβλημα με αυτό, αλλά να, έβλεπα για άλλη μια φορά το προαύλιο από τη γωνία.
Μεγαλώνοντας ανακάλυψα πως ο κόσμος αυτός έχει άπειρες γωνίες. Γωνίες υπήρχαν παντού: στα μπάρ, στις αίθουσες χορού, γυμναστικής, πολιτιστικών εκδηλώσεων. Γωνίες είχε το σπίτι του φίλου μου, των κολλητών μου, των γνωστών και των αγνώστων. Υπήρχε παντού μια γωνία για να εναποθέσω τις ανασφάλειες μου. Υπήρχαν παντού τέτοιες και με καλούσαν σαν σειρήνες. Και αργότερα ακόμη, που σαν ενήλικη βγήκα στην αγορά εργασίας, εκεί κι αν ήταν τεράστιες και προκλητικές! Πρόσφεραν ασφάλεια αλλά σε κατέτασσαν σε αναγκαίο κακό στη συνείδηση των άλλων. «Δεν παίρνει καμιά πρωτοβουλία. Είναι σα φυτό στη γωνία!» « Καλά αυτή έπιασε από τώρα γωνία, περιμένει τη σύνταξη!» « Καλά, μην κάνεις τίποτα εσύ, κάτσε στη γωνία!»
Ναι, τα γραφεία έχουν πραγματικά πολλές από αυτές και είναι σκέτη πρόκληση για ανθρώπους σαν κι εμένα. Αποφάσισα να βρω δουλειές του δρόμου ή μάλλον αναγκάστηκα. Εκεί οι γωνίες ήταν εξωτερικές. Δεν μπορούσες να λουφάξεις σε αυτές, έπρεπε διαρκώς να τις προσπερνάς. « Στρίψε στη γωνία, μετά τη γωνία, μη στέκεσαι στη γωνία. Στην άλλη γωνία!! Μα, καλά δεν βλέπεις; Εκεί! Εκεί! Εκεί!» Δεν έβλεπα, είχα συνηθίσει να προσανατολίζομαι με βάση τις άκρες. Αν βρισκόμουν σε ένα αχανές στάδιο για παράδειγμα με έπιανε κρύος ιδρώτας, δεν μπορούσα με τίποτα να το διασχίσω. Με έπιανε ταχυπαλμία, η όραση μου θόλωνε και μου ερχόταν να λιποθυμήσω.
Μια μέρα αποφάσισα να πάω σε ψυχολόγο. Αυτή μου η εμμονή έπρεπε να πάρει τέλος. Έπρεπε να μπω στο χορό και να χορέψω. Ο ψυχολόγος μου έβαζε ασκήσεις κάθε εβδομάδα. Τώρα έπρεπε να αποφεύγω τις γωνίες όπως ο διάολος το λιβάνι. Άπαξ και έβλεπα μια από αυτές έπρεπε να τρέχω μακριά. « Το Κέντρο, δεσποινίς Παπαδοπούλου, αυτό θα αναζητάτε από δω και πέρα. Εκεί θα συναντήσετε ό,τι απωθούσατε σ’ όλη σας τη ζωή. Το Κέντρο θα σας ανταμείψει και θα σας ολοκληρώσει. Δεν είστε και μικρή, δεσποινίς Παπαδοπούλου, φτάσατε τα τριάντα και πρέπει να βάλετε τα δυνατά σας για να ζήσετε μια φυσιολογική ζωή!» Αυτά είπε ο κύριος Σχιζοφρενίδης στην πρώτη μας συνεδρία και με έπεισε πως είχε χτυπήσει φλέβα.
Ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του, δεν έχανα συνεδρία, κρατούσα λεπτομερείς σημειώσεις για την πρόοδο μου όπως μου είχε συστήσει. «Σήμερα στάθηκα μόνο 5 λεπτά στην αριστερή πίσω γωνία του ταχυδρομείου της γειτονιάς μου και αυτό συνέβη επειδή η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και δεν χωρούσα πουθενά αλλού». Ο κύριος Σχιζοφρενίδης ανέλυε κάθε μου σημείωση. Ήταν πραγματικά ασφυκτικά γεμάτη η αίθουσα, ή υπήρχε κάποια κενή καρέκλα στο κέντρο που έκανα πως δεν πρόσεξα; Μήπως ένα μικρό κενό πιο κεντρικά που με χωρούσε; Όχι, αλήθεια σας λέω, η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από συνταξιούχους. Ο κύριος Σχιζοφρενίδης με κοιτούσε με δυσπιστία πάνω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά του και κάθε φορά ανέβαζε σαδιστικά το δείκτη δυσκολίας των ασκήσεων.
Σε μια από αυτές μου ζήτησε την επόμενη φορά που θα πάω στο σπίτι του φίλου μου αντί να καθίσω στην αγαπημένη μου θέση που βρίσκονταν όπως του είχα πει, πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στη γωνία, να πάρω μια καρέκλα και να καθίσω στο κέντρο του δωματίου απέναντί του. Έτσι θα εκτιθόμουν στο βλέμμα του, είχε πει με φανερή έξαψη που έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν και το στόμα του να γεμίζει σάλιο , χωρίς να καταφέρω να το αποφύγω, όπως όλες τις άλλες φορές. Είχε την έξαψη που έχει ένας εξορκιστής πριν τον εξορκισμό. Ήταν σίγουρος πως μου είχε βάλει την πιο δύσκολη άσκηση που γινόταν και πως θα κατάφερνε μ’ αυτό τον τρόπο να βγάλει από μέσα μου κομμάτι από το τέρας.
Αλίμονο, ο καημένος δεν είχε προβλέψει το γεγονός ότι ο φίλος μου άλλο δεν έκανε από το να στρίβει μπάφους. Δε θα σήκωνε το κεφάλι του από την αγαπημένη του συνήθεια ακόμη και αν είχα μεταμφιεστεί σαν τον Ναπολέοντα και χόρευα σα ζουλού γύρω από φανταστικές φωτιές. Όταν διάβασε τις σημειώσεις μου πίστεψε πως τον κοροϊδεύω. « Σήμερα, κάθισα τρεις και μισή ώρες στο κέντρο του δωματίου του φίλου μου που βρίσκεται στην οδό Τερψιθέας 16, όροφο 1ο, σε καρέκλα που εναπόθεσα εκεί για τον συγκεκριμένο θεραπευτικό σκοπό, χωρίς να τραβήξω ούτε μια στιγμή το βλέμμα του ή να του προκαλέσω κάποια άλλη αντίδραση. Θεωρώ πως παρόλο που η άσκηση εκτελέσθηκε, ο σκοπός δεν επετεύχθη.»
Η αφοπλιστική μου ειλικρίνεια δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο κύριος Σχιζοφρενίδης έβγαλε τα γυαλιά του δίχως να σηκώσει το κεφάλι από το γραπτό μου και τα εναπόθεσε αργά πάνω στο γραφείο του. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο σοβαρό. «Δεσποινίς Παπαδοπούλου, μου είπε, νομίζω πως πρέπει να διακόψουμε τις συνεδρίες. Είναι φανερό, συνέχισε σηκώνοντας το κεφάλι και κοιτώντας με βλοσυρά στα μάτια, πως δεν έχετε πάρει στα σοβαρά τη θεραπεία σας.»
Η μήπως την είχα πάρει πολύ στα σοβαρά; Όλη αυτή η εμμονή να κρατηθώ μακριά από τις γωνίες με μεταφόρτωνε σε κοινωνικό φρικιό. Αν η παρέα μου τύχαινε να στέκεται στην άκρη της αίθουσας την απέφευγα ή στεκόμουν κάποια μέτρα πιο μακριά, προς το κέντρο φωνάζοντάς τους αυτά που ήθελα να πω και προκαλώντας σε όλους φανερή αμηχανία. Μια φορά που είχαμε πάει κινηματογράφο κόντεψα να πάθω νευρική κρίση όταν η μοναδική θέση που είχε μείνει άδεια ήταν ή γωνιακή στο πίσω μέρος της αίθουσας. Το θεώρησα σημάδι από το σύμπαν και αυτό αποδείχτηκε βαρύ πλήγμα για τη θεραπεία μου.
Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ βέβαια πως πολλά ωραία πράγματα μπορούσαν να συμβούν αν απλά στεκόσουν στο κέντρο. Μια μέρα στη διάρκεια μιας άσκησης από αυτές του κυρίου Σχιζοφρενίδη στεκόμουν στο κέντρο μιας πλατείας. Είχε αρχίσει να με λούζει κρύος ιδρώτας καθώς ήμουν εκεί ήδη δέκα λεπτά. Έπρεπε να μείνω άλλα πέντε για να ολοκληρώσω την άσκηση. Έσφιγγα τα δόντια και έκανα υπομονή. Η έκθεση μου ήταν αρκετά επώδυνη. Ένιωθα πως δεν είχα που να στηριχτώ, πως ήμουν ανυπεράσπιστη και εκτεθειμένη, αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ένα βαθύτατο συναίσθημα ότι δεν υπήρχα πραγματικά. Νομίζω πως είχα εκτεθεί τόσο σε κάτι που θεωρούσα επικίνδυνο που το μυαλό μου είχε αρχίσει να λειτουργεί περίεργα. Θα έλεγε κανείς πως είχα φτάσει στα όρια μου. Νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή θα πάψω να υπάρχω, πως θα εξαϋλωθώ. Ο κόσμος γύρω μου μου φαινόταν σαν να μην υπάρχει πραγματικά. Σαν να είναι σκηνικό από κάποια ταινία ή μάλλον εικόνα βγαλμένη από ένα βιβλίο. Ταυτόχρονα σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχα πάθει κάτι σαν αγκύλωση. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχα ακινητοποιηθεί.
Ο Κύριος Σχιζοφρενίδης με είχε συμβουλέψει να βρω με κάτι να ασχοληθώ για να μην νιώθω ανούσια την παραμονή μου στο κέντρο της πλατείας. Έτσι είχα πάρει ένα ψωμί και είχα σκοπό να ταΐσω τα περιστέρια. Αλλά καθώς είχα παραλύσει, απλά κρατούσα το ψωμί στο χέρι. Τα περιστέρια έκοβαν βόλτες πάνω από το κεφάλι μου. Είχαν μυριστεί την τροφή τους. Χωρίς άλλο μου κρατούσαν κακία που δεν τα τάιζα. Θέλουμε το ψωμί μας!! μοιάζει να έλεγαν τα κρωξίματα τους. Επικεντρώθηκα σ’ αυτά για να ξεχαστώ. Μπορούσα να νιώσω την ανυπομονησία τους και αυτά πετούσαν όλο και πιο χαμηλά φτάνοντας τα λίγα εκατοστά από το κεφάλι μου αλλά κανένα δεν τολμούσε να τσιμπήσει το ψωμί από το χέρι μου. «Εσείς δεν είστε πουλιά, είστε κότες είπα από μέσα μου. Κότες, κότες φοβητσιάρες!» Μου απαντούσαν με όλο πιο επιτακτικά κρωξίματα και απότομα φτερουγίσματα. Μαλώναμε δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. « Για να σας δω, έλεγα, έχω φρέσκο ψωμάκι στο χέρι, δεν τολμάτε ε; Τι περιμένετε; Ελάτε!! Κοτούλες!»
Εκεί, στη μέση της πλατείας, ακίνητη με το ψωμί στο χέρι και τα πουλιά να κάνουν εκνευρισμένα όλο και πιο απειλητικούς, κλειστούς κύκλους από πάνω μου , σίγουρα θα αποτελούσα ένα σουρεαλιστικό θέαμα, αλλά κάτι ξαφνικά διέκοψε τον διάλογο μας. Μια ζεστή κουτσουλιά στόλιζε τώρα το κέντρο του μετώπου μου. Μια ζεστή, αληθινή πέρα για πέρα κουτσουλιά Και σαν αυτό να σήμανε την εκδίκησή τους όλα μαζί πέταξαν ικανοποιημένα μακριά αφήνοντάς με μόνη. Όταν συνέβη αυτό θυμήθηκα να κοιτάξω το ρολόι μου. Είχαν περάσει είκοσι πέντε ολόκληρα λεπτά. Είχα επικοινωνήσει με τα πουλιά, μαλώσαμε, με χέσανε και φύγανε. Τι εξαιρετική εμπειρία! Και πέρα για πέρα αληθινή. Εγκατέλειψα την πλατεία με ένα μειδίαμα στα χείλη αφού πρώτα πέταξα το ψωμί σε διάφορες γωνιές. Μπορεί να υπήρχαν πουλιά με το ίδιο πρόβλημα με μένα.
Μετά από εβδομάδες έκθεσης σε πλατείες, γήπεδα, ανοιχτούς χώρους, μετά από την αποφυγή εκατοντάδων δελεαστικών γωνιών και έχοντας επιδείξει όλον αυτόν τον καιρό τη μέγιστη δυνατή πειθαρχία μπορούσα με βεβαιότητα να πω ότι δεν έβλεπα την παραμικρή εξέλιξη στη ζωή μου. Συνέχιζα να είμαι το ίδιο δειλή και φοβητσιάρα. Ώσπου μια μέρα βρέθηκα σε ένα πάρτυ. Μπορεί να μην ήμουν στο κέντρο της αίθουσας αλλά δεν στεκόμουν ούτε στη γωνία. Ήμουν ανάμεσα σε χαρούμενους ανθρώπους και μάλλον αυτό έκανε τη διαφορά. Αρχίσαμε να χορεύουμε σαν να είμαστε όλη μια παρέα. Στην αρχή με πατούσαν, με σκουντούσαν καθώς χόρευαν και αυτό με κινητοποίησε και άρχισα και γω να γελάω, να χαίρομαι και να κουνιέμαι. Σιγά σιγά κατάφερα πραγματικά να εκφραστώ μέσω του τρελού χορού μου. Πηδούσα, στριφογυρνούσα, έκανα τρελές φιγούρες και το σπουδαιότερο έπιανα χώρο. Χώρο για μένα. Τότε ένιωσα για πρώτη φορά σαν ένα μόριο της πελώριας ανθρωπότητας, σαν μέρος του ποταμού που ρέει χωρίς σταματημό. Η ύπαρξη μου είχε και δεν είχε νόημα. Τίποτα δεν θα κατέρρεε αν έπαυα να υπάρχω. Απ’ την άλλη, αν συνέχιζα να ζω ίσως να περνούσα κάτι δικό μου στον κόσμο. Ίσως να έφερνα μια μικρή αλλαγή . Ίσως η ζωή μου να είχε νόημα για κάποιους λίγους γνωστούς , για κάποιους ελάχιστους αγνώστους. Αλλά η γωνία, αυτό το σημείο μεταξύ θανάτου και ζωής δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης πια.

Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

Η τηλεόραση...κάποτε...

Έφτιαξα καφέ, εξασφάλισα την απουσία του παράξενου επισκέπτη (σχετικά, γιατί η πόρτα του δωματίου του δεν κλείνει καλά), έβαλα τον καινούργιο δίσκο των Rage against the machine στο πλατό και άραξα να περιμένω τη Γιώτα που είχε ήδη -όπως όφειλε άλλωστε- αργήσει. Η τηλεόραση ήταν ακόμα ανοιχτή, έπαιζε -ως συνήθως- μαλακίες. Έκανα ζάπινγκ -το εθνικό μας σπορ- και χάζευα αφηρημένος τις εικόνες όταν θυμήθηκα ένα όνειρο που μου είχε διηγηθεί η Γιώτα κάποτε:

Ήταν λέει καθισμένη επί ώρες μπροστά στο χαζοκούτι. Τα μάτια της έτσουζαν και δεν μπορούσε να εστιάσει καλά. Αφηρημένη, με νωχελικές κινήσεις χρησιμοποιούσε συνέχεια το τηλεκοντρόλ. Σε μια στιγμή γλίστρησε -άθελα της;- κάτω από το φουστάνι. Ήταν ζεστό μες τα χέρια της και μια γλυκεία ανατριχίλα την διέτρεξε καθώς τριβόταν απαλά στο εσωτερικό των μηρών της. Τράβηξε λίγο το μικροσκοπικό κυλοττάκι και γλίστρησε τη γωνιά του μες στην ήβη της. Έτριψε λίγο τη κλειτορίδα και φύσηξε αγέρας στη χώρα της λήθης. Έβρεξε. Τώρα ήθελε πιο μέσα, είχε την ανάγκη της διείσδυσης. Με μια μικρή προσπάθεια ήταν μέσα της κατά το ένα τρίτο. Εντωμεταξύ, τα κανάλια διαδέχονταν το ένα το άλλο, οι εκφωνητές σε κατάσταση γενικής απόγνωσης παρακολουθούσαν το εξαίσιο θέαμα. Σιγά σιγά, άνοιξε η τροπική ζούγκλα και κατάπιε ολόκληρο το τηλεκοντρόλ. Κουνιόταν δαιμονισμένα τώρα κι ο πομπός μπαινόβγαινε στο σώμα της σαν έμβολο. είχε μουσκέψει τη πολυθρόνα, η κυλόττα της σκισμένη σπαρταρούσε στο μωσαϊκό και το τηλεκοντρόλ έμοιαζε με καυτό αντρικό πέος στο κόλπο της. Απέναντι, η εικόνα παρακολουθούσε συνεπαρμένη. “Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα” έδινε εντολές και το χέρι της ανταποκρινόταν αμέσως. “Ναι ναι, γάμα με, ξέσκισε με” ψιθύρισε και έχυσε. Της πήρε σχεδόν πέντε λεπτά να βρει την ανάσα της και να ακούσει τις φωνές.
Στο μεγάλο κανάλι, σύσσωμοι οι μπάτσοι με τα μικρόφωνα, χειροκροτούσαν τον εμπνευσμένο αυνανισμό. Οι άντρες, είχαν κατεβάσει τα παντελόνια και μαλακίζονταν, με τις γλώσσες έξω και τα μάτια αλλήθωρα (εκτός από τον Χατζηνικολάου ο οποίος μαλακιζόταν μεν, αλλά ήταν σταθερά σοβαρός και δεν έβγαζε έξω τη γλώσσα). Οι γυναίκες, είχαν πάρει όλα τα διαθέσιμα μικρόφωνα και τα έχωναν σε όποια τρύπα ήταν εύκαιρη (όχι αναγκαστικά δική τους κι όχι αποκλειστικά γυναικεία). Ήταν μια γιγαντιαία τηλεοπτική παρτούζα.
Η Γιώτα έκπληκτη, έβγαλε το τηλεκοντρόλ από μέσα της, το απόθεσε με σεβασμό στο τραπέζι και άλλαξε κανάλι. Έπιασε ΑΝΤ1 και είδε τη Ρούλα Κορομηλά (μα τι κάνεις εκεί πέρα μωρή ψώλα;) με τα μπούτια ορθάνοιχτα κι ανάμεσα τους να χάσκει μια τρύπα σε μέγεθος κεντρικής σωλήνας της Ε.ΥΔ.ΑΠ ενώ στα πλάγια, δυο μπακαλιάροι πλατσούριζαν χαρούμενα. Ο Τέρενς, είχε μισοχώσει το κεφάλι του στον σεξουαλικό βόα ώσπου, σιγά σιγά, τον κατάπιε σαν κουνέλι. Η Ρούλα σπαρταρούσε από ηδονή καθώς χωνόταν βαθιά μέσα στη μήτρα της. (Συνάντησε κι άλλους φίλους εκεί ο Τέρενς. Ήταν ο Στέφανο, δίπλα στο τζάκι πίνοντας φίνο ουίσκι, ο Μαρίνος, που περνούσε και είπε να μπει κι ένας άσημος ηχολήπτης. Ήταν μια θαυμάσια συντροφιά μέχρι ....)
Έξω από τη Ρούλα γινόταν πανικός. Αυτή η καριόλα η Μαλβίνα, αφού σκότωσε τους πάντες και τα πάντα στο Mega μπούκαρε στον ΑΝΤ1, εντελώς αφηνιασμένη και κτυπούσε μέχρι θανάτου όποιον βρισκόταν στο δρόμο της. είχε βγάλει έξω από το στρατιωτικό παντελόνι μια κλειτορίδα σε μέγεθος Αφρικανικής μπανάνας και σκληρότητα ροπάλου του μπέηζ-μπολ και όποιον σκότωνε τον γαμούσε, αδιακρίτως αν ήταν άντρας, γυναίκα, μικρό παιδί, βρέφος, σκύλος, κουνέλι ή περιστέρι. Κάπου μες το πανικό, πέτυχε τη Ρούλα και αφού έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, άρχισε να τη κτυπά στα βυζιά με όλη της την δύναμη κι έπειτα στο πρόσωπο, τη κοιλιά, τα πόδια, μετατρέποντας το λευκό δέρμα σε ασπροκόκκινο πολτό. Ήταν ήδη ετοιμοθάνατη όταν επιχείρησε να χώσει την ευμεγέθη κλειτορίδα της στο ορθάνοιχτο στόμα. Η Ρούλα δεν είχε πει όμως την τελευταία της λέξη και πριν πέσει νεκρή, δάγκωσε γερά και έκοψε την ψωλή της Μαλβίνας. Η Ρούλα πέθανε, ενώ η Μαλβίνα ξεφώνιζε και χτυπιόταν αιμόφυρτη στο πάτωμα. Μέσα από τη Ρούλα, ακούγονταν τα απελπισμένα ουρλιαχτά των τεσσάρων ψυχών που πέθαιναν από ασφυξία στον νεκρό κόλπο.
Συνέχισε το ζάπινγκ για να διαπιστώσει πως η κατάσταση ήταν παρόμοια σε όλα τα κανάλια, εκτός από το seven X που έπαιζε το “Μπλάκ Αντερ” και τα κανάλια που συνήθως βάζουν σκληρό πορνό, τα οποία είχαν ντοκιμαντέρ από τους Βουσμάνους της έρημου Καλαχάρι, το Σουδάν και άλλα επιμορφωτικά προγράμματα (τα οποία προφανώς είχαν βουτήξει από την ΝΕΤ). Η Ελεάνα στο κανάλι 5 είχε βάλει από έναν άντρα σε κάθε τρύπα που μπορούσε να σκεφτεί (γεια σου Μιχάλη, γεια σου Βασίλη), ενώ ο Μυλωνάς αργόσβηνε θαμμένος κάτω από τα βυζιά της. Τη Γιατζόγλου, τη γαμούσε ένας γάιδαρος με πούτσα σαν σιδηροτροχιά (ότι του είχε πάρει συνέντευξη). Το τεράστιο, σκούρο καφέ πουτσοκέφαλο, έκανε την εμφάνιση -σαν έμβολο- από το ξεχειλωμένο στόμα και βέβαια, πρέπει να ήταν νεκρή από ώρα. Κάπου εκεί, κτύπησε το ξυπνητήρι……

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Εκείνη τη περίοδο της ζωής μου βίωνα μεταφυσικές εμπειρίες. Βρισκόμουν σε μια κατάσταση ημιύπνωσης και το μυαλό μου ή η ψυχή μου αν θέλετε, ταξίδευε σε ξένες συνειδήσεις. Όταν αναδυόμουν από τον πνευματικό βυθό ήμουν αποπροσανατολισμένος και δυσκολευόμουν πολύ να προσαρμοστώ στη πραγματικότητα. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό. Αργότερα, ήμουν σε θέση να επαναφέρομαι αμέσως μετά τη λήξη της εμπειρίας. Αυτήν την εμπειρία τότε την ονομάσαμε ανταλλαγή υποσυνειδήτων μα τώρα πια δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν αυτός ο τίτλος ήταν αντιπροσωπευτικός. Βρισκόμουν αλήθεια μέσα σε ξένα υποσυνείδητα όμως δεν μπορούσα να ελέγχω τα λόγια ή τις πράξεις του “οικοδεσπότη” μου. Ήμουν ένας απλός παρατηρητής. Μπορούσα μόνο να σκέπτομαι και να βλέπω πράξεις και λόγια βγαλμένα από άγνωστα στόματα. Να κρίνω, να επικροτώ, να χαίρομαι και να θλίβομαι, ανήμπορος να κάνω το παραμικρό. Τη πρώτη ημέρα βρέθηκα στο μυαλό ενός δικαστή

Μια μεγαλοπρεπής συγκυρία συγκέντρωσε όλους εμάς -τους επιφανείς λυγμούς- σε τούτο το μέγαρο.
Ο μπάτσος με το γουνάκι μου ζήτησε να λογικευτώ. Είχα μια χλένη να σκεπάζει τη γύμνια μου. Μια λοχαγός της αεροπορίας πήρε το όργανο μου στο χέρι. Είχα στύση γρήγορα στα απαλά της χάδια και τα φιλιά της γλυκά, σα καλοφτιαγμένο ρυζόγαλο. Έχυσα, στο όμορφο στόμα και στο λευκό πρόσωπο. Ο μπάτσος με το γουνάκι ήταν έξω φρενών -μια συνυφασμένη απογοήτευση πλανιόταν στο μέγαρο. Με τράβηξαν βίαια στο διάδρομο, μου έδωσαν μαύρα, γελοία ρούχα κι ένα γουνάκι για τον ζωώδη λαιμό μου. Με οδήγησαν στην έδρα της ντροπής. Κάθισαν.
“Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα. Κτύπησα ένα καμπανάκι και κάποιος άρχισε να λεει ανοησίες. Από την πόρτα στο βάθος της αίθουσας εμφανίζονταν διάφοροι. Έτρωγα τα νύχια μου με βουλιμία κι άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων. Άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν. Κάποιοι ρωτούσαν, κάποιοι απαντούσαν ενώ εγώ, αφηρημένος, κουνούσα που και που το καμπανάκι γιατί θορυβούσαν και δεν μπορούσα να ακούσω τα κύματα. Κάτι μου είπαν, κάτι είπα και η αίθουσα άδειασε. Σκεπτόμουν τη λοχαγό και μου σηκώθηκε ξανά. “Φωνάξτε μου την λοχαγό” είπα σε έναν μπάτσο.
Η λοχαγός με έγλυφε εξαιρετικά. Όταν τελείωσα για δεύτερη φορά στο στόμα της, την έγδυσα βιαστικά και είδα, τα λαχταριστά της στήθη και το προκλητικό κορμί. Ήμουν έτοιμος ξανά. Την ακούμπησα στην έδρα της ντροπής, της τράβηξα τα μαλλιά και ύγρανα το μεσαίο μου δάχτυλο στο μισάνοιχτο στόμα για να το τρίψω στην υπέροχη ήβη. Έπαιξα για λίγο με τη κλειτορίδα -που είχε ανοίξει πανιά σαν καικάκι έτοιμο για αναχώρηση- και έβρεξε χυμούς το υπέροχο μουνάκι. Έβγαλε μια μικρή φωνή -σιωπηλή προσευχή στον άγνωστο θεό- και άνοιξε το στόμα το παθιασμένο. Ήθελα να είχα κι άλλο όργανο, να το χώσω σε αυτό το θαυμάσιο στόμα κι ένα ακόμη, για τον εξαίσιο κώλο. Στα χέρια μου μεστά τα στήθη τα άγια. Θεέ μου, κράτησε για πάντα ετούτη τη στιγμή στη σαθρή μου μνήμη. Έφυγε.
Μπερδεύτηκα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας. Ξάνοιξε ο πόνος και η ζαλάδα της ώριμης σκέψης. Στάθηκα σε μια γωνιά και στοχάστηκα, μια περασμένη οντότητα κούρνιασε στις πτυχές της νόησης. Φορούσα την χλαίνη. Έκανε κρύο ανακατεμένο με ψέματα που ειπώθηκαν και θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα. Είμαι ανοικτή πληγή συναισθημάτων.
Ένας μπάτσος με γραβάτα ψευδοραγούσε. Είχε ένα ανοικτό τραύμα στο δεξιό μέρος του κρανίου του. Οι αναλήθειες που ξεχύνονταν με απίστευτη ταχύτητα (τα ψέματα κινούνται με τη ταχύτητα του φωτός) είχαν σχηματίσει ένα μυθικό σωρό πλάι στο τσακισμένο κεφάλι. Έπεσε στο πάτωμα με το στόμα γεμάτο αφρούς και το κορμί να συσπάται. Προχώρησα.
Ένα πελώριο φίδι έκρυβε στο πλαδαρό του κόρφο μιαν ειλλημένη απόφαση. Ήταν ένας Βόας διανόησης που ζούσε μυστικά, πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μεγάρου της Ανοησίας. Μια μορφή ανέμου σφυροκοπούσε τα εκτεθειμένα συναισθήματα. Γλιστρούσα τις κυκλικές σκάλες βιώνοντας σμικρύνσεις καταστάσεων. Είχα μια διαρροή σκέψεων. Μικρά, αδειανά περιβλήματα που έπεφταν κάτω και φούσκωναν ώσπου έσκαζαν, κάνοντας έναν υπόκωφο κρότο. Είχα και μία διαρροή μνήμης, μια μικρή, ύπουλη τρυπίτσα στο κέντρο του μετώπου μου. Είδα, τον ελέφαντα του τρόμου -τη ψυχή μου χωρισμένη στο φόβο και τον σαδισμό-, ένα ισχνό σώμα να κρύβεται κι ένα άλλο να ποδοπατάει συνειδήσεις. Είδα, ένα κόσμο πνιγμένο στο αίμα, είδα ζωντανές καρδιές σκορπισμένες, είδα λεπρούς να κομματιάζονται από τον αγέρα, είδα κορίτσια να πεθαίνουν από έρωτα και σάλια επιληπτικών να με σκεπάζουν. Έφτασα σε ένα πλάτωμα.
“Είμαι κόμπος στο λαιμό της δικαιοσύνης” φώναξα. Κάτω αριστερά, το ξεχασμένο όνειρο του εγγυητή χαράς. Ο χορός των φωνών απεφάνθη γι αυτόν “να σταλεί για πάντα στο ίδρυμα της βίας” και το ξεχασμένο όνειρο ξεψυχούσε, με ένα καρκίνο να πληροί την ύπαρξη του και τα σκονισμένα του μάτια, καταρράκτες δροσιάς, ακόμα. Άδραξα το λεύχαιμα, το εξάμβλωμα θανάτου στη χούφτα μου και το σύντριψα. Το ξεχασμένο όνειρο χαμογέλασε ανακουφισμένο και χώθηκε βιαστικά στη ψυχή μου. Ένα μειδίαμα σκέψης. Σε λίγο όμως χάθηκε πίσω από τους αρμυρούς εφιάλτες και το μειδίαμα έλιωσε.
Είχα ένα μικρό χώρο και βημάτιζα διαρκώς. Επτά πατημένες σκέψεις αναστήθηκαν ταυτόχρονα κι έστησαν χορό στο ρυθμό των βημάτων μου. Τέσσερα σαπισμένα όνειρα -που κοιμόντουσαν στις σκάλες παρακάτω- ξύπνησαν και κοιτούσαν. Το ένα είχε το χρώμα της χλόης και μάτια γαλανά σαν ανοιξιάτικο ουρανό. Ένα άλλο είχε δυο δελφίνια ανάμεσα στα αφτιά του και κρουνούς ανέμου στη καρδιά. Τα άλλα δύο όνειρα ήσαν εφιάλτες. Οι σκέψεις σταμάτησαν τον χορό τους και περίμεναν να ξαναδώσω τον ρυθμό, κρεμασμένες θαρρείς από αόρατους γάντζους, η προσμονή του καλοκαιριού, η αρχή της Άπληξης, το ταξίδι της φαντασίας, μια τυχαία γνωριμία, ένας ανεκπλήρωτος πόθος, η τέχνη της ψευτιάς και ο μόνιμος “φύλακας” φόβος. Έκοψα ένα κομμάτι κρέας από το στήθος μου κι έκλεισα τη τρύπα των ονείρων. Αν είναι να χάσω τα όνειρα μου, καλύτερα το ‘χω να πεθάνω. Όσο για τις σκέψεις, τις εφήμερες σκέψεις, ας ξεχυθούν -βίαιος στρατός ερωτημάτων- κι ας κατακλύσουν τους διαδρόμους του Μεγάρου της Ανοησίας.
Κατέβηκα τις σκάλες προσπερνώντας τα σαπισμένα όνειρα που ξεψυχούσαν. Βρέθηκα σε μια μεσαιωνική αίθουσα με δρύινα τραπέζια. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα μπάτσους που καταβρόχθιζαν μεγάλες ποσότητες χρημάτων. Παράδες κάθε λογής κι εθνικότητας. Οι πιο εκλεκτοί για τα γουνάκια και τις γραβάτες και οι πιο παρακατιανοί για τους υπολοίπους. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα κρότος και το κτίριο τραντάχτηκε συθέμελα. Η έκρηξη έκανε τους μπάτσους να σηκωθούν συγχρονισμένα -σα μπαλέτο ρυθμικής γυμναστικής- ενώ τα γουνάκια και οι γραβάτες, αφού ξεκοκάλισαν ότι είχε απομείνει, κρύφτηκαν γρήγορα κάτω από τα τραπέζια.
Δεν φαινόταν τίποτα στο μισοσκόταδο του μεσαίωνα. Έκανα μια βόλτα στο επεξεργασμένο δρύινο δάσος. Τα βήματα μου ακούγονταν ολοκάθαρα στην ησυχία της αίθουσας. Έσκυψα για να τους δω να κρύβονται -με τις ποντικίσιες ψυχές τους γιομάτες φόβο- μα δεν υπήρχε τίποτα κάτω από τους δρυς. Αναρωτιόμουν που να κρύφτηκαν και μπουσουλώντας, χώθηκα κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο. Ξάπλωσα για λίγο στη σκιά του νεκρού δάσους. Μια κρυφή καταπακτή άνοιξε κάτω από το σώμα μου, κάνοντας με να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω στο κενό. Βρέθηκα σε ένα μικρό δωμάτιο. Από πάνω μου η σκάλα, κατέληγε στο δρύινο δάσος. Η καταπακτή έκλεισε αυτόματα. Γούρλωσα τα μάτια μου. Κάτω από τη πόρτα αχνόφεγγε μια σχισμή φωτός. Βγήκα. Στο τέλος του διαδρόμου βρήκα μια ταμπέλα που έγραφε “ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ”. Όλοι οι μπάτσοι με τα γουνάκια ήταν εκεί όπως και πολλοί μπάτσοι με μικρόφωνα. Ήταν αγανακτισμένοι και θορυβούσαν. Μόλις με είδαν έπεσαν πάνω μου σα πεινασμένα κοράκια. Κόντεψαν να με πνίξουν με τα μικρόφωνα και τα στόματα τα χυδαία που εκσφεντόντιζαν σάλια κι αηδίες προς το μέρος μου. Κατάφερα να φτάσω στο βήμα. “Καθίστε” γάβγισε κάποιος δεξιά μου. Μπροστά μου αραδιασμένα τα μικρόφωνα της λοβοτομημένης αλήθειας, τα εργαλεία του αρρωστιάρικου φόβου. “Είμαι πρόεδρος σε τούτο το μπουρδέλο” αναφώνησα
“Γράφε, καταδικάζω την τρομοκρατική ενέργεια”
“Σας σιχαίνομαι όλους. Είστε η πανούκλα του ανθρώπινου πνεύματος”
“Γράφε, τη στυγερή δολοφονική επίθεση που στρέφεται ενάντια στη δικαιοσύνη”
“Είστε σκουλήκια που τρέφεστε με φόβο, τον φόβο που οι ίδιοι σπέρνετε στις ψυχές μας”
“Γράφε, και ενάντια στον ίδιο το λαό. Όμως”
“Μόνο όταν εκτελεστείτε θα γλιτώσει ο κόσμος από το σινάφι σας καριόληδες”
“Γράφε, η δικαιοσύνη θα μείνει ανεπηρέαστη στο έργο της”
“Πουτάνες της ψευτιάς, γαμημένοι.”
“Γράφε, υπέρμαχος της δημοκρατίας και του Συντάγματος’
Ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. “Άντε γαμηθείτε καραγκιόζηδες” είπα και κίνησα να φύγω. Το σμήνος των χειροκροτημάτων με ακολούθησε και αχόρταγα χέρια απλώθηκαν να με αγγίξουν. “Γαμημένοι καραγκιόζηδες” ούρλιαζα ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να ξεφορτωθώ τα γελοία μαύρα ρούχα και το γουνάκι.