Παρασκευή, Φεβρουαρίου 27, 2009

Αναμνήσεις ενός Χέστη

Ιδού στάδιον δόξης σου λαμπρόν,
αθάνατη λεξούλα του Καμπρόν!
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Είχα ένα καθίκι, δηλαδή πρέπει να είχα, μάλλον κόκκινο αλλά μπορεί και μοβ -έχεζα τέλος πάντων, δηλαδή πρέπει να έχεζα, δεν θυμάμαι.
Έπειτα έριξα λίγο μπόι και κατάφερα να σκαρφαλώσω στη λεκάνη. Και το καθίκι πήρε δρόμο. Αυτά βέβαια είναι υποθέσεις κι εικασίες, καθόλου σίγουρος δεν είμαι ότι συνέβησαν τα γεγονότα έτσι. Εικάζω ότι τα κωλομέρια μου τρεμούλιασαν στην πρώτη επαφή με το κάθισμα, σα ν' ακούμπησα φίδι. Συνήθισα υποθέτω(έχω κι άλλα φίδια συνηθίσει). Από δω και πέρα η ομίχλη διαλύεται: έχεζα ανελλιπώς.


Όχι πάνω μου βέβαια, ούτε όπου να 'ναι. Τα σκυλιά χέζουν όπου να 'ναι. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι που χέστηκε, πρώτη δημοτικού θα 'μουν: ήταν μια τεράστια κουράδα, δεκαπέντε ή είκοσι εκατοστά κι είχε σα σκιά σταμπάρει τη φόρμα. Μεγάλο σκατό για πιτσιρίκι. Την πετυχαίνω που και που την παλιά συμμαθήτρια που χέστηκε, δουλεύει σ' ένα φαστφουντάδικο, μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Θα μεγάλωσαν κι οι κουράδες της. Μεγάλωσα κι εγώ, χέζοντας, χέζοντας ακαταπαύστως -θαρρείς όσο περισσότερο σκατό κατέβαζα τόσο ψήλωνα.
Επί είκοσι συναπτά έτη τιμούσα αποκλειστικά και μόνο την ίδια χέστρα, αν εξαιρέσεις κάνα σποραδικό χέσιμο στην τουαλέτα κάποιου θείου, της γιαγιάς κλπ, έπειτα κατατάχθηκα και γνώρισα γενναίες καινούριες τουαλέτες. Έχω χέσει στην Ορεστιάδα, στο Σουφλί, στη Θήβα, στα Γιαννιτσά και σε πολλά άλλα μέρη. Έχω χέσει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Κάποτε μάλιστα μου ανετέθη η φύλαξη των τουαλετών ενός ολόκληρου στρατοπέδου, στην 162 Μ.Β.Π. αν δεν
απατώμαι: είχαν επιφορτίσει την πυροβολαρχία μας μ' αυτό το ηρωικό καθήκον -κάναμε τις σκοπιές μας και τρέχαμε στο καπάκι για νούμερο στις χέστρες. Τρίωρα ήταν κι έπρεπε να φοράς εξάρτυση κι αν κανένας φαντάρος έχεζε στραβά να τον αναφέρεις στον αξιωματικό υπηρεσίας πάραυτα.
Ήταν μια καρέκλα που 'χαμε πλάι στους νιπτήρες και με το που τραγουδούσε το καζανάκι σπεύδαμε. Πάντως είναι ν' απορείς πως ανάμεσα σε τόσους πυροβολητές ελάχιστοι βρίσκανε στόχο -ο στρατός είναι όντως σκατά. Απολύθηκα κάποτε κι επέστρεψα στην τουαλέτα μου.
Εξακολούθησα να χέζω με την ίδια αφοσίωση, τόνοι και τόνοι σκατών, σκληρά σαν πέτρα ή νερουλά, σκατά καστανά ή κατάμαυρα, σκατά με αίμα. Στο μεταξύ μετακόμισα, παντρεύτηκα, έκανα και παιδιά -στιγμή δε σταμάτησα να χέζω. Σκέφτομαι μερικές φορές την κατάληξη της αδιάλειπτης αυτής παραγωγής κουράδων, της ιερότερης παρακαταθήκης: σκατά χωνευμένα, μετουσιωμένα σε χώμα, σκατά που ρέουν στο πράσινο αίμα των φυτών, σκατά στη θάλασσα, στη βροχή, στον σκατένιο κόσμο. Όσο για τη δική μου κατάληξη, δεν είναι κάνα αίνιγμα: γέρος, σκατόγερος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, πεθαίνοντας μακριά από όλες τις χέστρες που συνάντησα. Αλλά προτού 'ρθει ο θάνατος θα ξανασυναντήσω το αρχέγονο καθίκι της
παιδικής μου ηλικίας. Κόκκινο ή μοβ.

2 Comments:

  1. ΤΟΠΑΛΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΙΤΖΗΛΑΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ said...
    http://amonibooks.blogspot.com/2008/04/blog-post_1316.html
    Count_Zero said...
    Ο Κιαχίδης ξανακτυπά! Που να είναι άραγε αυτή η ψυχή;

Post a Comment