Τετάρτη, Μαρτίου 04, 2009

τρεις και η καλή μου ώρα

τρεις και η καλή μου ώρα

Το κεφάλι μου είναι τρίγωνο και οι γωνίες του αιχμηρές.
Αυτός είναι άλλωστε και ο μόνος λόγος που προσέχω όταν σκέφτομαι. Αντίθετα, όταν κοιμάμαι, δεν μπορώ να με προσέχω. Έτσι εγκατέστησα το σύστημα αυτό με την κάμερα, για να με προστατεύει ο υπολογιστής μου.
Από τότε που το έστησα κοιμάμαι ήσυχος, τέλος πια στους ονειρικούς αυτοτραυματισμούς. Ακόμα και οι εφιάλτες μου, που τώρα πια είναι τόσο σπάνιοι, είναι αναίμακτοι. Επιτέλους ζω και αισθάνομαι ασφαλής.
Ο υπολογιστής με παρατηρεί κάθε νύχτα. Αν κινηθώ προς μια κατεύθυνση με πιθανότητα να τραυματιστώ, μου διοχετεύει μια ελαφριά ηλεκτρική εκκένωση στο σώμα, που με παραλύει στιγμιαία και διακόπτει την λανθασμένη μου κίνηση. Είναι δε τόσο χαμηλής τάσεως που δεν με ξυπνάει καν. Μερικά πρωϊνά μονάχα τυγχαίνει να νοιώθω υπερβολικά κουρασμένος. Ανατρέχω στο αρχείο του συστήματος και ανακαλύπτω πως ο ύπνος μου ήταν εξαιρετικά ανήσυχος, ίσως λόγω του βραδινού δείπνου. Χαμογελώ, διότι θυμάμαι πως μετά το στιφάδο πάντοτε ξυπνούσα γεμάτος αίματα. Αυτό συνέβαινε βεβαίως πριν εγκαταστήσω το εκπληκτικό νέο μου σύστημα.
Τις τελευταίες ημέρες, σκέφτηκα πως θα μπορούσα να εφαρμόσω την υπέροχη αυτή μηχανή και τις ώρες που είμαι ξύπνιος. Σε κάθε μου σκέψη πιθανή να με τραυματίσει, δέχομαι πλέον ένα ισχυρό ηλεκτροσόκ που με ρίχνει αναίσθητο. Άθελά μου, σταματώ τις επικίνδυνες σκέψεις πριν καν ολοκληρωθούν.
Αφού το εφήρμοσα για κάποιο διάστημα, συνειδητοποιώ πως σπαταλώ περισσότερες ώρες την ημέρα αναίσθητος σε διαδρόμους και πεζοδρόμια, παρά ξύπνιος. Γυρίζω σπίτι με ένα μυαλό άδειο, φορώντας ρούχα γεμάτα μιζέρια. Και έτσι αποφασίζω να κοιμάμαι πλέον διαρκώς. Άλλωστε μόνο στο όνειρο μπορώ να σκεφτώ ό,τι θέλω χωρίς να κινδυνεύω, αρκεί βέβαια να μην κινούμαι και δίνω στόχο στην μηχανή.
Αυτό όμως είναι ένα πρόβλημα, αφού θέλω να ζήσω ελεύθερος.
Κι έτσι ξεκινώ την ζωή μου από την αρχή.


Το κεφάλι μου είναι ολοστρόγγυλο και δεν υπάρχει απολύτως καμία προεξοχή.
Είναι δε τόσο τέλεια ζυγισμένο, που κατρακυλά αέναα όταν αφήνω ελεύθερη την φαντασία μου - αν δεν προσέξω μπορεί να χαθώ και δια παντός. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να προσέχω όταν φαντάζομαι. Αλλά τις ώρες του ύπνου, χαλαρώνω επικίνδυνα κι εκείνο γλυστρά, πέφτει στο πάτωμα και φτάνει ως την προνοητικά κλειδωμένη μου πόρτα. Ξυπνώ με πόνους, ψάχνοντας το κεφάλι μου. Για αυτόν τον λόγο, εγκατέστησα ένα σύστημα με κάμερες, να με προσέχει, τις ώρες του άστατου ύπνου.
Με τη νέα αυτή μηχανή, σαφώς βελτιωμένη της προηγούμενης, μόλις το κεφάλι μου αρχίσει να κατρακυλά, μια ρακέτα του σκουός με έναν εκπληκτικό σερβομηχανισμό το χτυπά και το επιστρέφει πίσω στον σβέρκο μου. Αλλόφρονες αλγόριθμοι καθιστούν το σύστημα εξαιρετικά ακριβές. Με αυτό τον τρόπο, κοιμάμαι επιτέλους και πάλι ασφαλής. Με λίγους πόνους και μώλωπες ενίοτε, αλλά ασφαλής από κάτι χειρότερο, όπως το να χάσω για πάντα το μυαλό μου από ένα όνειρο.
Στην συνέχεια σκέφτομαι να εφαρμόσω το σύστημα και τις ώρες που είμαι ξύπνιος. Μετά από μια σειρά δοκιμών, καταλήγω πως μια χαοτική ακολουθία από αστάθμητους παράγοντες, όπως καιρικά φαινόμενα και άλλες παθήσεις της γης, ακυρώνουν εν τέλει την ακρίβεια της μηχανής μου.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα και μάλιστα πολύ σοβαρό.
Κι έτσι ξεκινώ την ζωή μου από την αρχή.


Το κεφάλι μου έχει ακαθόριστο σχήμα.
Βρίσκεται μονίμως απόλυτα προστατευμένο σε μια γυάλα με σκέψεις - έτσι το σχήμα του δεν έχει απολύτως καμία σημασία, άλλωστε το πιο πιθανό είναι πως αλλάζει διαρκώς, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι.
Μόλις γυρίζω σπίτι του διηγούμαι όσα έζησα. Του λέω όσα με κάνουν περήφανο και αφορούν ανθρώπους που αγαπώ. Αλλά όχι μόνο. Του μιλάω για οτιδήποτε, όσο μικρό και ασήμαντο αν φαίνεται. Ακόμα και γι’ αυτά τα ανόητα που με πονάνε.
Εκείνο με την σειρά του, φαντασιώνεται και μου γεννά υπέροχα όνειρα. Τα χαρίζει χωρίς καν να πρέπει να με παίρνει ο ύπνος. Κι εφόσον πλέον δεν κοιμάμαι ποτέ, δεν έχω ανάγκη από το όποιο σύστημα να με προσέχει τις ανύπαρκτες ώρες.
Και αν κάποτε το ακέφαλο σώμα μου χαθεί για πάντα στον δρόμο για το σπίτι, η γυάλα θα βρίσκεται πάντα εκεί. Το κεφάλι μου αιώνια ελεύθερο από σώμα και χρόνο, θα περιμένει τον επόμενο αλλόκοτο επισκέπτη, για να του διηγηθεί όλα μου τα όνειρα.

μηνάς ν. μηλιαράς
Μάρτιος 2009

Δευτέρα, Μαρτίου 02, 2009

Πaρaφρaση

Πaρaφρaση

Γράμματα 

Κοιτάζω πίσω. Δεν υπάρχει κανείς να με κυνηγά. Για πρώτη φορά, έπειτα από τόσο χρόνο, είμαι μονάχος μου. Αισθάνομαι ελεύθερος και οι πρώτες μου σκέψεις είναι αναπόφευκτες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Μα όλα αυτά δεν διαρκούν πολύ. Γυρίζω και πάλι πίσω το κεφάλι και κοιτάζω, για να εξακριβώσω το προφανές. Δεν υπάρχει κανείς.
 Ο δρόμος είναι σχετικά σκοτεινός. Ο αέρας φέρνει την βρώμα από έναν κάδο δίπλα μου, στον οποίον κάνουν επιδρομή δυο γάτες. Αυτοκίνητα. Νεκρά σφραγισμένα κουτιά, παρκαρισμένα παντού, ακόμη και πάνω στα λιγοστά δέντρα. Η σκέψη μου να φλυαρήσει δεν έχει χρόνο και επιστρέφει στον κυνηγό μου, που εξαφανίστηκε αναπάντεχα. Κι εγώ παραμένω ακίνητος εδώ. Γυρίζω απότομα και πάλι το κεφάλι. Πίσω μου σίγουρα δεν είναι κανείς. 
Ένα ζευγάρι χασκογελά ενώ το αγόρι βγάζει κλειδιά από την τσέπη. Ας μην έχουν παρκάρει εδώ, εύχομαι. Πλησιάζουν. Δεν θέλω να τους κοιτώ, να μην δώσω δικαίωμα. Με κοιτούν όμως εκείνοι, απορούν και το κορίτσι σταματά να γελά. Πλησιάζουν κι άλλο. Εγώ ακίνητος, με το βλέμμα στο άπειρο. Με προσπερνούν. Δεν γυρίζω να κοιτάξω πίσω, περιμένω μέχρι να μην ακούω τους ψίθυρους και τα βήματά τους άλλο. Τώρα το κορίτσι χασκογελά και πάλι αλλά ακούγεται αρκετά μακριά. Με μια μονοκόμματη κίνηση κοιτάζω πίσω. Δεν υπάρχει κανείς, μόνο δύο κακοφωτισμένες φιγούρες στο βάθος, που ερωτεύονται. Κανείς δεν με κυνηγά και μένω ακίνητος. 
Η γάτα με την μαύρη ουρά, μου αποσπά την προσοχή και κοιτάζω τον κάδο. Προσπαθεί να σκίσει μια νάυλον σακούλα. Η άλλη γάτα, καφέ. Σκέφτομαι πως είναι η πρώτη καφέ γάτα που βλέπω στο γκάζι μετά από 19 μήνες και αυτό, θα μπορούσε να είναι ακόμα και είδηση. Όσο η φιλενάδα της διαλύει σακούλες, εκείνη στέκεται ακίνητη και με κοιτά στα μάτια. Όσο της μιλώ, κουνά την ουρά της νευρικά. Νοιώθω αμήχανα. Γυρίζω και κοιτάζω πίσω, δεν με παρακολουθεί κανείς. 
Μόνο η καφέ γάτα στον κάδο. Μα αυτό δεν είναι αρκετό για να λειτουργήσει. Το βλέμμα της μόνο αλλόκοτο είναι, τίποτε περισσότερο. Δεν με σπρώχνει μπροστά, να κάνω ένα βήμα, να ξεκινήσω να περπατώ, να φύγω μακριά από το εδώ. Να πάω επιτέλους κάπου, παραπέρα, πιο μακριά, εκεί που δεν ξέρω πως είναι. Δεν με διώχνει αυτό το βλέμμα της γάτας. Δεν μπορεί να με σπρώξει. Δεν κρύβει λέξεις που αποδεικνύουν ενοχές, ανομολόγητες προτάσεις γεμάτες σφάλματα, φράσεις που χάνονται σε ανεξερεύνητα πάθη, παραγράφους με όρκους στον εαυτό μου, από τους οποίους να θέλω να ξεφύγω. Είναι απλώς παράξενο, επειδή είναι κενά επίμονο. Κοιτάζω πίσω, με μια τελευταία ελπίδα να με απειλεί ο κυνηγός μου. Μα δεν είναι κανείς. 
Τώρα πια τι; Άραγε, αυτό να είναι ο θάνατος; Η στασιμότητα;
  

Κορώνα

Υποβασταζόμενος, προσπαθώ να σηκωθώ. Το δεξί μου πόδι έχει χτυπήσει. Δεν μπορώ να το πατήσω, να τρέξω, να προλάβω. Τρέχει πολύ αίμα. Η οδηγός του αυτοκινήτου, ένα νεαρό, πολύ όμορφο κορίτσι, με ρωτά αν είμαι καλά και με ρωτά ξανά και ξανά, με μια φωνή γεμάτη πανικό. Τελικά είμαι εγώ και πάλι αυτός που αντί να αρχίσει να βρίζει, προσπαθεί να ηρεμήσει τους άλλους. 
Είμαι καλά, απλώς το πόδι μου πονάει, επαναλαμβάνω. Αλλά θα μου περάσει ο πόνος. Δεν θα επιτρέψω να τον θυμάμαι για μια ζωή, αυτό είναι σίγουρο. Θα έρθει η μέρα που θα τα ξεχάσω όλα, σαν να μην συνέβησαν ποτέ ή σαν να μην είχαν τελικά τόσο μεγάλη σημασία. Με αυτήν μου την σκέψη στο μυαλό, μπορώ σχεδόν να νοιώσω ότι δεν πονάω τώρα. Σχεδόν. Όχι, ευχαριστώ, για πολλοστή φορά λέω πως δεν θέλω να με δει γιατρός διότι δεν τον χρειάζομαι και ναι - φταις, αλλά ήδη έχεις βουρκώσει και να σε στεναχωρήσω άλλο – δεν βρίσκω ποιό το νόημα. Πρέπει να ασχοληθώ με το δικό μου τραύμα. 
Ξεκινώ μια προσπάθεια να φτάσω στο πεζοδρόμιο. Δίπλα στο κορίτσι είναι ένας εκνευριστικά αδιάφορος νέος που τον λένε πράσινα μάτια - πότε βρέθηκε αυτός εδώ και από ποιο σύμπαν, δεν γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι πως με κοιτάζουν άβουλα μαζί χωρίς να με βοηθούν, ενώ εγώ βασανίζομαι να περπατήσω, αφήνοντας μια γραμμή από αίμα πίσω μου στην άσφαλτο. 
Είναι φανερό πως δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Το δεξί μου πόδι με καθυστερεί. Τρέχει αίμα και πονά, όσο και αν θέλω να μην το δέχομαι. Δεν μπορώ καν να το σηκώσω, είμαι αναγκασμένος να το σέρνω πίσω μου, να μοιάζω κακόμοιρος, να αποζητώ άθελά μου τον οίκτο. Και το κυριότερο, να είμαι εξαιρετικά αργός. 
Φτάνω επιτέλους στο πεζοδρόμιο. Αγχώνομαι, πρέπει να τρέξω, να προλάβω. Αλλά το πόδι δεν πρόκειται να μου το επιτρέψει, είμαι πλέον εντελώς σίγουρος γι’ αυτό. Δεν έχω λοιπόν παρά μονάχα μία επιλογή. Πιάνω με τα δύο μου χέρια το πόδι περίπου στο γόνατο, σφίγγω τα δόντια και το τραβώ με όση δύναμη έχω, ώσπου αποκολλείται από το σώμα μου. Το πετάω στην άσφαλτο μπροστά. Ένα κρεσέντο βωβού πόνου για μένα που κορυφώνεται και εξαφανίζεται, ένα ουρλιαχτό στον αέρα για το κορίτσι, που για ακόμα λίγο συνεχίζει να μου τρυπά τα αυτιά. Ο πράσινα μάτια δεν είδε τίποτε, κοιτούσε αλλού. Τώρα χαζοκοιτά το κομμένο μου πόδι, και δακρύζει χωρίς να γνωρίζει γιατί. 
Σπρώχνοντας την πλάτη στον τοίχο πίσω μου, στάθηκα πάλι όρθιος, αυτή την φορά και για πρώτη, στο αριστερό μου πόδι μόνο. Κοιτάζω κάτω, το άλλο μου πόδι παρατημένο, αιμορραγεί και μοιάζει να πονά ακόμα. Εγώ όμως όχι. Καμία απολύτως ενόχληση. Χοροπηδώ μερικές φορές για να ζυγίσω το σώμα μου στη νέα αυτή κατάσταση. Αποφασίζω οτι μπορώ.
Χαμογελώ επιτέλους ξανά και αρχίζω να προχωρώ, χοροπηδώντας. Ίσως είναι μια από τις πλέον γελοίες σκηνές αποχώρησης από τον τόπο ενός ατυχήματος, όμως είναι αλήθεια πως είμαι αναγκασμένος να φύγω με αυτόν τον τρόπο. 
Κοιτάζω μπροστά, οι δρόμοι δεν είναι ιδιαίτερα φωτισμένοι, αλλά δεν διακρίνω κανέναν και συνεχίζω να χοροπηδώ. Πίσω μου, δεν κοιτώ ποτέ. Φτάνω σε μια διασταύρωση με ένα σκοτεινό στενό και το χοροπηδητό μου τρομάζει μια γάτα με μαύρη ουρά που ανακατεύει σακούλες σκουπιδιών. 
Δίπλα στον κάδο, βρίσκεται κάποιος ακίνητος. Τον παρατηρώ. Είναι πράγματι, εντελώς ακίνητος, έχει μαρμαρώσει. Γυρίζει απότομα και με κοιτά. Τον αναγνωρίζω: αυτός είναι, τον βρήκα επιτέλους. Είχε κρυφτεί στο στενό. Σκέφτομαι πως τώρα πια, με το ένα μου πόδι να λείπει, μοιάζω ακόμα πιο τρομακτικός και γελάω με σαρκασμό για το ωφέλιμο του ατυχήματος. 
Παίρνω μια ανάσα και ξεκινώ να χοροπηδώ κυνηγώντας τον. Εκείνος, όπως τόσο χρόνο τώρα, φεύγει τρομαγμένος μακριά μου, οδηγώντας και τους δύο στο κοινό μας άγνωστο.

μηνάς ν. μηλιαράς
23/2/2009