Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2010

Ο Κακομοίρης
(Το τελευταίο βράδυ με τη Σούλα)

03:00 πμ.
Γαμώ την κοινωνία δηλαδή! Ιούλιος μήνας, καύσωνας κι εγώ όχι air condition, ούτε καν ανεμιστήρα δεν έχω. Κι ύστερα σου λένε μπήκαμε στην Ο.Ν.Ε. Άντε τώρα να κοιμηθείς λούτσα στον ιδρώτα. Για να γαμήσεις δεν το συζητάμε καν. Κάτι μου μύρισε πριν και λέω τι έγινε, αρχίζω να σαπίζω; Τελικά ήταν η μπόχα απ’ τα μαλλιά της καλής μου. Μα τι στο διάολο; Με το λάδι απ’ τις πατάτες λούστηκε κι αυτή; Σιχάθηκα πια. Και καλά, αν ήταν μόνο η βρώμα απ’ τα μαλλιά της, που τώρα που μιλάμε πολύ πιθανό να έχει φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας, ίσως και να κοιμόμουν. Αλλά είναι και η ανάσα της που μυρίζει μόνιμα κρεμμυδίλα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Κάποιο κρεμμύδι έχει σφηνώσει στο λαιμό της. Τής είπα να το ψάξουμε.
Πάλι καλά, δε ροχαλίζει. Έτσι κι αρχίσει, με πήρε και με σήκωσε. Ροχαλίζει σαν ένα μπάρμπα που έχω στη Γαστούνη. Πού την πέτυχα ρε πούστη μου; Ο εκλεκτός είμαι; Κάτι τέτοιες ώρες εύχομαι να ’χε βαλβίδα σαν τα στρώματα θαλάσσης. Καλά, θα μου ’παιρνε ώρα να τη βρω αλλά δε γαμιέται, θα άξιζε τον κόπο. Θα την ξεφούσκωνα σαν τον Άγιο Βασίλη κι ύστερα θα την έχωνα σ’ ένα κουτί από παπούτσια στη ντουλάπα. Θα κοιμόμουν σαν άνθρωπος ρε αδερφέ και το πρωί θα βλέπαμε. Έτσι όπως τα κατάφερα όμως, θα τη φάω και σήμερα στη μάπα.
Πάντως για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όταν πρωτοείδα στην παραλία τη Σούλα έπαθα πλάκα. Μεγάλος έρωτας μιλάμε. (Σίγουρα κάποιο βουβαλόπαιδο με κάτασπρη φόρμα adidas και ξύλινο τόξο απ’ τους μαύρους με λάβωσε μέρα μεσημέρι.) Έκανε τόπλες στον ήλιο το μωρό μου κι έτρωγε τυρόπιτα. Τα βυζιά της έμοιαζαν με μπάλες του handball. Δε συναντάς κάθε μέρα τέτοια πράμα. Πήγα να θαυμάσω από κοντά το αξιοθέατο και τι να δω; Η μούρη της είχε γεμίσει με φέτα. Αμάν λέω, τι είναι αυτό το κελεπούρι; Θυμάμαι μου χαμογέλασε κιόλας, πανάθεμά τη, και φάνηκε το τυρί που είχε μπλεχτεί στα σιδεράκια. Υπό κανονικές συνθήκες θα ’τρωγε μεγάλο δούλεμα το σούργελο, έλα όμως που ήθελα να το παίξω διανοούμενος ο μαλάκας!
Τι έγινε που είναι τροφαντή η κοπέλα; Τι κι αν έχει σιδεράκια; Σημασία έχει ο εσωτερικός της κόσμος. Όλο τέτοιες παπαριές έλεγα στον εαυτό μου και στους φίλους κι ύστερα άκουγα τον εξάψαλμο.
Δε ξέρω, ίσως έφταιγαν κάτι κουλτουριάρικα βιβλία που διάβαζα εκείνο τον καιρό, ίσως πάλι έφταιγε το ότι είχα να πηδήξω μήνες ολόκληρους. Εν πάσι περιπτώσει η μαλακία έγινε. Φορτώθηκα το ζώο κι ενώ πέρασαν δυο χρόνια από τότε, συνεχίζω το ίδιο βιολί. Ήθελα να ξέρα τι σκατά κάνω εγώ μαζί της! Αφού δεν είναι της κλάσης μου. Εντάξει, σπίτι δεν έχω, αυτοκίνητο δεν έχω, λεφτά για τσιγάρα δεν έχω, αλλά ούτε και γούστο ρε γαμώτο; Πότε θα τελειώσει αυτή η πλάκα; Υποθέτω μέχρι να βρω δουλειά. Προς το παρόν βλέπω τη μοσχαροκεφαλή της να εξέχει απειλητικά προς τη μεριά μου κι ανατριχιάζω. Κάτω απ ’το λευκό σεντόνι, μοιάζει με χιονισμένο βουνό αυτό το πράγμα. Α, ρε πουτάνα ανάγκη!

( H επόμενη μέρα )

08.00 π.μ.
Πάνω που κοιμήθηκα με ξύπνησε το καζανάκι. Ήταν το ζώο που έχεζε στο μπάνιο. Μου κάνει: «με πείραξε το σουβλάκι».
«Ποιο απ’ τα πέντε;» της λέω εγώ.
Το βούλωσε και την είδα που ξίνισε τα μούτρα της αλλά χέστηκα. Στο κάτω κάτω, αυτή μου χάλασε τη νύχτα. Για να μου τη σπάσει μετά, έβαλε ηλεκτρική σκούπα. Το ήξερε πως μου τη δίνει ο θόρυβος. Που να πάω κι εγώ με την τσίμπλα στο μάτι; Στο μπαλκόνι θα με τηγάνιζε ο ήλιος, στο μπάνιο θα με σκότωνε το μεθάνιο... Ήταν ολοφάνερο. Ήθελε να με διώξει η πουτάνα. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να πετάξω τη σκούπα απ’ το μπαλκόνι. Ο λιγούρης ο απέναντι είχε παρκάρει ακριβώς από κάτω. Αλλά λέω, να του δώσω την ευκαιρία τού πούστη να πηδήξει τη Σούλα για μια γούβα στο καπό; Δε λέει.
Το μεγαλύτερο πάθος της Σούλας μετά το φαΐ ήταν οι κουρτίνες. Το ψώνιο ξόδευε κάμποσα απ’ τα λεφτά του μπαμπά της για ν’ αλλάζει ταχτικά, χρώματα και σχέδια αν και στο τέλος, πάντα μια μαλακία με φιόγκους κρεμόταν στο σαλόνι. Άμα δεν έχει γούστο ο άνθρωπος... Άνοιξα λοιπόν το κασόνι με τα χρώματα που είχαμε στην αποθήκη κι έπιασα δουλειά.
Όρεξη να υπάρχει και με μερικές λαδομπογιές κάνει θαύματα κανείς. Αφηρημένο εξπρεσιονισμό δεν ήθελε; Μια μέρα μ’ έσυρε με το ζόρι σε μια έκθεση δήθεν για να ψυχαγωγηθούμε κι εκεί που χάζευα μια γκόμενα γιατί βαρέθηκα να βλέπω ζωγραφιές από νήπια έρχεται κουνάμενη λυγάμενη και μου λέει με περίοπτο ύφος
«Αυτό άσχετε, είναι αφηρημένος εξπρεσιονισμός!»
Γι’ αυτό κι εγώ έκανα τις κουρτίνες τρικολόρε. Χάρη της έκανα. Μπόλικο πρασινάκι της τσόχας, λίγο αδερφίστικο ροζ και αρκετό μπλε για να δέσει με τα έπιπλα. Να υπογράψω δεν πρόλαβα, τα τηγάνια έφευγαν σφαίρα απ’ την κουζίνα.
Σφαίρα κατέβηκα κι εγώ τη σκάλα. Είπα, αν την ξανανέβω θα ’μαι και πολύ μαλάκας και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο δρόμο άφραγκος κι άπλυτος. Σκεφτόμουν μετά μήπως τελικά είναι μαλακία που φεύγω. Που να τρέχω τώρα μες στο λιοπύρι; Δεν ανεβαίνω καλύτερα επάνω να κάνω το ψόφιο κοριό μέχρι να της περάσει η υστερία, να ξεκρεμάσω και τις γαμημένες τις κουρτίνες και ύστερα όλα μέλι γάλα; Αλλά και πάλι, πως θα συνεχίσω να μετράω μέρες με το κήτος; Τι να κάνω ρε πούστη μου;
Δεν πρόλαβα να αποφασίσω. Μια διαπεραστική φωνή μ’ έκοψε στη μέση. Η σκρόφα βγήκε στο μπαλκόνι και γκάριζε ασταμάτητα: «Ο Τάκης την έχει μικρή! Ο Τάκης την έχει μικρή!»
Οι συνταξιούχοι πετάχτηκαν έξω σαν αίλουροι λες και ήταν μείζον ζήτημα γι’ αυτούς το μέγεθος της πούτσας μου. Φορούσαν κι εκείνα τα κλασσικά τα φανελάκια τα αμάνικα και μου ’ρθε αναγούλα. Βγήκε κι ο σκατολιγούρης ο απέναντι και χαζογέλασε. Λέω έτσι είσαι ρε καριόλη; Ανέβηκα πάνω στο αμάξι του κι άρχισα να κατουράω. «Τώρα σου φαίνεται μικρή; Παλιαδερφή;» του λέω. Η Σούλα γούσταρε κι έβγαλε το σκασμό. Ο λιγούρης μπήκε μέσα για να τηλεφωνήσει στους μπάτσους. Οι γέροι με κάρφωναν ακόμα απ’ τις βεράντες και μουρμούραγαν. Περίμεναν να στραγγίξω μάλλον.
Και εκεί που τέλειωνε το show να πάνε κι οι μαλάκες οι αργόσχολοι στα σπίτια τους, περνάει μια θεια μου κακομούτσουνη που ήταν γεροντοκόρη κι έμενε εκεί πιο κάτω. Έρε πούστη γκαντεμιά! Εσύ μας έλειπες τώρα. Ούτε να κλάσουμε δε μπορούμε με το κωλόσογο!
«Φτούσου κερατά!», μου λέει, «δε σκέφτεσαι τη μάνα σου ρε;»
Να μην τα πολυλογώ, μου ’συρε τα εξ αμάξης η θεια. Δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Οι γέροι άρχισαν να βρίζουν κι αυτοί. Δεν άντεξα, τους έριξα μια μούντζα και τράβηξα για την πλατεία. Τα ρούχα μου ήταν μες στη λαδομπογιά, τα δάχτυλά μου μύριζαν κάτουρο κι εγώ ήθελα απεγνωσμένα κάτι να πιω.
Στην πλατεία πέτυχα το φίλο μου τον Τσε σε αφασία. Ο Τσε όταν δε ζωγραφίζει πάνω σε χαρτόκουτα, πίνει μέχρι να ξεράσει και διατυμπανίζει ότι είναι η μετενσάρκωση του Caravaggio. Ήπια λίγο απ’ το μπουκάλι του και ξάπλωσα στον ίσκιο. Καλά την έχει ο Τσε. Ποιος ξέρει εγώ, ποιανού μαλάκα είμαι η μετενσάρκωση.

0 Comments:

Post a Comment